Σύμφωνα με την «Καθημερινή» στην επιβολή φόρου στις τραπεζικές συναλλαγές προτίθεται να προχωρήσει η κυβέρνηση.
Κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών αναφέρουν ότι το ποσό που θα προκύπτει ετησίως από τη φορολόγηση των τραπεζικών συναλλαγών, θα τοποθετείται στον «κουμπαρά» ή διαφορετικά στο ειδικό αποθεματικό κεφάλαιο που θα διασφαλίζει μακροπρόθεσμα τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Το οικονομικό επιτελείο φέρεται να προτείνει τέλος επί των τραπεζικών συναλλαγών 0,1-0,2%. Το ποσοστό θα εξαρτηθεί όπως αναφέρουν οι ίδιοι κύκλοι από τις εξαιρέσεις που θα προβλέπονται στο ειδικό τέλος που θα εφαρμοσθεί.
Πρόκειται για ένα μέτρο το οποίο μπορεί να αποδώσει από 300 εκατ. έως 600 εκατ. ευρώ ετησίως. Από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι οι ετήσιες τραπεζικές συναλλαγές ξεπερνούν τα 350 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, για να μην πληγούν οι συναλλαγές με πλαστικό χρήμα, η κυβέρνηση στο σχέδιο εξαιρεί από το ειδικό τέλος διάφορα είδη συναλλαγών. Σύμφωνα με πληροφορίες, αν εξαιρεθούν πλήρως οι κινήσεις που γίνονται στα αυτόματα μηχανήματα ανάληψης (ΑΤΜ), καθώς και συναλλαγές έως 500 ευρώ, τότε το όφελος για τον προϋπολογισμό από το μέτρο θα μπορούσε να ανέλθει στα 300 εκατ., εφόσον το τέλος ανέλθει στα 0,1% και 600 εκατ. ευρώ εφόσον το τέλος διαμορφωθεί στο 0,2%.
Σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη το μέτρο είχε απορριφθεί από τους πιστωτές της χώρας τον περασμένο Μάιο, ωστόσο θεωρούν ότι στην παρούσα χρονική περίοδο δεν θα προβάλουν σθεναρές αντιδράσεις.
Ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγοντας για τη μη εφαρμογή του, είναι το αντικίνητρο που θα δημιουργήσει στους χρήστες τραπεζικών καρτών. Από την άλλη πλευρά, η υποχρεωτική χρήση του πλαστικού χρήματος από το 2016 για τη διαμόρφωση του αφορολογήτου ορίου θα λειτουργήσει θετικά αποτελέσματα για το ελληνικό Δημόσιο ως προς την συγκέντρωση ποσού 300-600 εκατ. ευρώ.
Το οικονομικό επιτελείο επιθυμεί, επίσης, να «οδηγήσει» τους φορολογούμενους στη χρήση των χρεωστικών καρτών στις συναλλαγές προκειμένου να περιορισθεί και η φοροδιαφυγή στον ΦΠΑ.
Σύμφωνα μάλιστα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών οι αξίες που θα έπρεπε να φορολογούνται σήμερα ανέρχονται στο ποσό των 126,6 δισ. ευρώ. Από το ποσό αυτό, τα 57,8 εντάσσονται στον κανονικό συντελεστή ΦΠΑ, επίσης 57,8 δισ. ευρώ στο 13%,10 δισ. ευρώ στον υπερμειωμένο συντελεστή 6,5% και τα υπόλοιπα σε διάφορες άλλες κατηγορίες.
Αντιθέτως, οι αξίες που φορολογούνται, ή διαφορετικά η βάση πάνω στην οποία επιβάλλεται ο ΦΠΑ διαμορφώνεται στα 73,3 δισ. ευρώ. Δηλαδή για προϊόντα και υπηρεσίες ύψους 53,3 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν σε απώλεια εσόδων άνω των 9,1 δισ. ευρώ, δεν εκδίδονται φορολογικά στοιχεία. Δηλαδή αντί να εισπράττονται 21,5 δισ. ευρώ εισπράττονται περί τα 12,4 δισ. ευρώ.