Του Βασίλη Γεώργα
Απρόσμενη τροπή ενδέχεται να λάβουν πλέον οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους δανειστές για τη ρύθμιση του χρέους και τη δεύτερη αξιολόγηση που επανεκκινεί με αναβαθμισμένο τον ρόλο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Οι συναντήσεις ξεκινούν αύριο Τρίτη σε επίπεδο υπουργών και επικεφαλής των τεσσάρων θεσμών, και εφόσον αποδειχθούν βάσιμες οι πληροφορίες ότι το ΔΝΤ προτίθεται να θέσει θέμα πρόσθετων μέτρων στο ασφαλιστικό και το φορολογικό για να συμμετάσχει στο τρίτο μνημόνιο, τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί όχι μόνο ότι η αξιολόγηση θα κλείσει, αλλά και ότι δεν θα υπάρξουν πολιτικές εξελίξεις μέσα στους επόμενους μήνες.
Προβληματισμός για τις επιδιώξεις ΔΝΤ–Βερολίνου
Κυβερνητικά στελέχη αλλά και μέλη των ευρωπαϊκών «θεσμών» που συμμετέχουν στις συζητήσεις, εμφανίζονται προβληματισμένα από τα σενάρια των τελευταίων ημερών, και δεν κρύβουν την υποψία πως η προσέγγιση μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ, είναι πλέον πολύ πιθανό να οδηγήσει σε «τροποποιήσεις» του ελληνικού προγράμματος. Οι αλλαγές αυτές επιδιώκεται να γίνουν με αντάλλαγμα την διευθέτηση του ελληνικού χρέους για την περίοδο 2019-2023 συμπεριλαμβανομένης και της μείωσης του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα στο 1,5% με 2%, κατά τρόπο που θα δίνει τη δυνατότητα στο ΔΝΤ και την ΕΚΤ να χαρακτηρίσουν «βιώσιμο» το χρέος και θα ανοίγει το δρόμο για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Το πεδίο για τη λήψη νέων μέτρων έχει ήδη στρωθεί μετά τις δηλώσεις του εκπροσώπου του ΔΝΤ Τζέρι Ράις σύμφωνα με τις οποίες το Ταμείο επιδιώκει να συνδέσει τη χρηματοδοτική συμβολή με την εφαρμογή ξεχωριστού «πακέτου μεταρρυθμίσεων» από την Ελλάδα, χωρίς παράλληλα να επιμένει πλέον στην άμεση αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, αλλά μόνο σε κάποιου είδους αποσαφήνιση των παρεμβάσεων που θα γίνουν στο μέλλον.
Αφορολόγητο, συντάξεις και μισθολογικό κόστος στο επίκεντρο
Σε όλες τις τελευταίες εκθέσεις και δημόσιες τοποθετήσεις στελεχών του, το ΔΝΤ έχει αναφερθεί σε ζητήματα τα οποία η Ελλάδα θεωρεί περαιωμένα, με κυριότερα τη νέα μείωση του αφορολογήτου ορίου κάτω από τις 5.000 ευρώ, την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς ώστε να υπάρξει άμεση μείωση στις κύριες συντάξεις μετά τον επανυπολογισμό τους το 2017, και τη μείωση του μισθολογικού κόστους στο Δημόσιο.
Παρεμβάσεις σε αυτά τα τρία πεδία ισοδυναμούν στην πραγματικότητα με νέο μνημόνιο λιτότητας για την Ελλάδα από την πλευρά της μείωσης δαπανών, και θα έρθουν να πλαισιώσουν το υφιστάμενο πακέτο μεταρρυθμίσεων που προωθείται με τη δεύτερη αξιολόγηση στα εργασιακά.
Αμφιβολίες για τις αντοχές της κυβέρνησης σε νέα μέτρα
Δεδομένου του υψηλού βαθμού δυσκολίας της δεύτερης αξιολόγησης, εκφράζονται εύλογες αμφιβολίες για το κατά πόσο η κυβέρνηση έχει την πολιτική βούληση και τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις να συμφωνήσει και να ψηφίσει επώδυνα μέτρα στο ασφαλιστικό και το αφορολόγητο, τα οποία έχει σπεύσει να χαρακτηρίσει ως κλεισμένα.
Σύμφωνα με ένα σενάριο, η συζήτηση για την 2η αξιολόγηση και οι αποφάσεις για την εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος (επιμήκυνση δανείων EFSF κατά 4,5 χρόνια, swap δανείων ύψους 42,7 δισ. ευρώ του EFSF/ESM για την σταθεροποίηση των επιτοκίων και κατάργηση του πέναλτι αύξησης επιτοκίων κατά 2% για ομόλογα ύψους 11,3 δις. ευρώ) θα ολοκληρωθούν ως το τέλος του έτους, ενώ από τον Ιανουάριο θα ξεκινήσει πλέον η διαπραγμάτευση για τις παρεμβάσεις στο μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο σκέλος του χρέους.
Το νέο κυβερνητικό σχήμα μετά τον ανασχηματισμό είναι εμφανέστερα προσανατολισμένο στην διαπραγμάτευση με τους δανειστές για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης. Εντούτοις το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο συνολικά η κυβέρνηση είναι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει την πίεση για πρόσθετες δημοσιονομικές παρεμβάσεις εφόσον τεθούν στο τραπέζι από τους δανειστές για μια συνολική συμφωνία.
Υπό το πρίσμα αυτό η τύχη το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης που ξεκινά είναι πολύ πιθανόν ότι θα κρίνει και τη ζαριά των εκλογών. Αν στις κρίσιμες συζητήσεις που θα γίνουν μέσα στο Νοέμβριο-Δεκέμβριο δεν υπάρξει το «επιθυμητό» αποτέλεσμα που επιδιώκει η κυβέρνηση ή ζητηθούν μέτρα τα οποία κριθεί ότι δεν μπορούν να περάσουν από τη Βουλή, τότε αυτό ίσως αποτελέσει πρόκριμα ευρύτερων πολιτικών εξελίξεων.