Η υποχώρηση του πληθωρισμού τον Μάιο στη χώρα μας ήταν σημαντική. Και έρχεται να πιστοποιήσει την τάση συνεχούς αποκλιμάκωσής του. Σύμφωνα με την Eurostat, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα υποχώρησε στο 2,3% το Μάιο, από 3,2% τον Απρίλιο. Παράλληλα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ ο πληθωρισμός των τροφίμων μειώθηκε και αυτός τον Μάιο στο 3,1%, από 5,4% που βρισκόταν τον Απρίλιο.
Η κυβέρνηση υποδέχθηκε τις ανακοινώσεις των στατιστικών υπηρεσιών με ενθουσιασμό και ανακούφιση. Με ενθουσιασμό διότι αποδεικνύεται ότι οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν έφεραν θετικά αποτελέσματα, οδηγώντας την Ελλάδα στον 6ο χαμηλότερο πληθωρισμό ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης. Και με ανακούφιση καθώς το πρόβλημα της ακρίβειας, διότι έτσι αντιλαμβάνεται ο πολίτης την έννοια του πληθωρισμού, είχε παίξει πρωτεύοντα αρνητικό ρόλο στις επιλογές των ψηφοφόρων στις ευρωεκλογές.
Οι σημαντικότερες μειώσεις τιμών σε σχέση με τον Μάιο του 2023, αφού ο πληθωρισμός υπολογίζεται συγκριτικά σε δωδεκάμηνη βάση, ήταν στην ηλεκτρική ενέργεια με -13,8% και στο φυσικό αέριο με -11,6%. Αντιθέτως, οι υψηλότερες αυξήσεις καταγράφηκαν στο ελαιόλαδο με +56,8%, στα ασφάλιστρα των ιδιωτικών προγραμμάτων υγείας με +14,0% και στα πακέτα των θερινών διακοπών με +10,9%.
Όπως αποδείχθηκε, η κυβέρνηση είχε κάνει λάθος υποστηρίζοντας πριν από δύο χρόνια ότι ο πληθωρισμός ήταν προσωρινός και παροδικός, την ίδια στιγμή μάλιστα που οι κεντρικοί τραπεζίτες είχαν μια εντελώς διαφορετική εκτίμηση, που καταγραφόταν στις επιτοκιακές πολιτικές τους. Άλλωστε, και σε πρόσφατη παρέμβαση του ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, ανέφερε ότι οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων δεν θα αποκλιμακωθούν και ότι αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το συνηθίσουμε. Διότι αφ’ ενός η ζήτηση θα αυξάνεται περισσότερο από την προσφορά και αφ’ ετέρου το κόστος θα εξακολουθεί να αποτελεί ένα επιβαρυντικό παράγοντα.
Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η επιλογή της κυβέρνησης να μην μειώσει ή μηδενίσει τον ΦΠΑ σε μια σειρά από τρόφιμα, ήταν ορθή. Και αυτό αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, καθώς και εκ της συγκρίσεως με την Ισπανία που είχε υιοθετήσει το μηδενισμό του ΦΠΑ. Όπως φαίνεται στην έκθεση της Eurostat, ο πληθωρισμός στην Ισπανία είναι υψηλότερος από τον αντίστοιχο της Ελλάδας και η αφαίρεση του ΦΠΑ από ορισμένες τιμές στα τρόφιμα πέρασε σαν «κέρδος» στους κρίκους της ισπανικής παραγωγικής και εφοδιαστικής αλυσίδας. Σαν αποτέλεσμα οι τιμές των συγκεκριμένων τροφίμων σε βάθος χρόνου, όχι μόνο δεν υποχώρησαν, αλλά αυξήθηκαν. Οπότε το «προσωρινό μέτρο» του μηδενισμού του ΦΠΑ θα πρέπει να διατηρηθεί, προκαλώντας πρόβλημα στη δημοσιονομική ισορροπία της Ισπανίας. Επιπλέον, η δυνητική επάνοδος του ΦΠΑ, θα εκτοξεύσει εκ νέου τις τιμές, προσφέροντας νέα καύσιμα στις πληθωριστικές φλόγες.
Ωστόσο, η κυβέρνηση καθυστερεί στην επίλυση των ζητημάτων του ανταγωνισμού στην εγχώρια αγορά. Ο στρεβλός ανταγωνισμός αποτελεί εστία ανατιμήσεων, σύμφωνα και με τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα. Το αφήγημα ότι ο πληθωρισμός είναι εισαγόμενος, είναι ως ένα σημείο αληθές. Από ένα σημείο και μετά όμως, υπεισέρχεται και ο παράγοντας των καρτέλ, της τεχνητής διαμόρφωσης των τιμών, της απουσίας ελέγχου από την επιτροπή ανταγωνισμού και των πάσης φύσεως εμποδίων για την ελεύθερη και απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς.
Η Ελλάδα έζησε και ζει και τις δύο φάσεις του πληθωρισμού όπως τις έθεσε προ ημερών η Eυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Κριστίν Λαγκάρντ. Την πρώτη φάση του πληθωρισμού της απληστίας, δηλαδή των υπερβολικών ανατιμήσεων από την πλευρά των επιχειρήσεων με στόχο της αύξηση των κερδών τους, το γνωστό «greedflation». Και τη δεύτερη φάση, από την επιρροή που ασκούν στον πληθωρισμό, οι αυξήσεις των μισθών και οι χορηγήσεις επιδομάτων.
Όμως ο πληθωρισμός και η ακρίβεια έχουν και άλλες αιτίες που δεν είναι ορατές στον καταναλωτή. Όπως είναι η αναίτια γραφειοκρατία που ανεβάζει το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων. Όπως είναι η χρονοβόρα και δύσκολη αδειοδότηση των νέων παραγωγικών δραστηριοτήτων. Όπως είναι η καθυστέρηση στην εκτέλεση των απαραίτητων υποδομών που θα οδηγήσουν στην ταυτόχρονη μείωση του κόστους και στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Ο εσωτερικός πληθωρισμός ο οποίος σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος ανέρχεται στο 20% του συνολικού πληθωρισμού που βλέπουμε στις τελικές τιμές των προϊόντων, ευδοκιμεί σε περιβάλλοντα θολά, στρεβλά, πολύπλοκα και ασταθή, με κρατικό παρεμβατισμό και οικονομική ανελευθερία. Αντιθέτως, ο πληθωρισμός παθαίνει δυσανεξία, όταν βρίσκεται σε περιβάλλοντα οικονομικής ελευθερίας, ανοικτών επιλογών των καταναλωτών, σταθερότητας, απλότητας και διαφάνειας. Σε αυτές τις απλές λέξεις πρέπει να στοχεύσει η μεταρρυθμιστική πολιτική της κυβέρνησης, στη μάχη διαρκείας κατά της ακρίβειας και του πληθωρισμού.