Η ατιμωρησία είναι το εκκολαπτήριο της παρανομίας. Οι βαθιές της ρίζες και η έκταση του θράσους που έχει καλλιεργήσει η ατιμωρησία στην Ελλάδα φαίνεται περίτρανα σε αυτό που συνέβη χθες στη Ρόδο.
Μερικές ώρες μετά τη σφράγιση από την αστυνομία του παραλιακού κομματιού του beach bar στην Αγ. Μαρίνα, οι υπεύθυνοι του καταστήματος απλώς ξήλωσαν τις κορδέλες και η επιχείρηση συνέχισε να λειτουργεί κανονικά. Χρειάστηκε να επέμβει για δεύτερη φορά η αστυνομία, να απομακρύνει τους τουρίστες από τις ξαπλώστρες, να συλλάβει τον υπεύθυνο, να ξανασφραγίσει την επιχείρηση και να βάλει φύλαξη στην παραλία, ώστε να μην επιχειρηθεί ξανά το ίδιο.
Αρκεί κανείς να σκεφτεί ότι όλα αυτά αφορούν μόνο το τμήμα της παραλίας στην Αγ. Μαρίνα της Ρόδου. Αυτό καθ’ εαυτό το beach bar θα συνεχίσει να λειτουργεί κανονικά για ακόμη δύο εβδομάδες. Ο Δήμος της Ρόδου έχει διατάξει τη σφράγισή του καθώς δεν διέθετε νόμιμη άδεια λειτουργίας, αλλά του έχει δώσει προθεσμία έως τις 20 Ιουνίου για να απομακρύνει τον εξοπλισμό.
Αν δείχνει κάτι η περίπτωση της Ρόδου, η πρώτη όπου εφαρμόζεται η νέα νομοθεσία σφράγισης ενός χώρου για παράνομη κατάληψη της παραλίας, είναι το πόσο η επιβολή του νόμου στην Ελλάδα αποτελεί δύσκολη υπόθεση.
Όχι μόνο στις τουριστικές περιοχές, όπου οι Κτηματικές υπηρεσίες είναι υποστελεχωμένες και οι τοπικοί άρχοντες κάνουν τα στραβά μάτια από σκοπιμότητα ή αδιαφορία να επιβάλουν το νόμο, αλλά παντού.
Στην καθημερινή μας ζωή, στην κατάληψη των πεζοδρομίων από τραπεζοκαθίσματα, στο τρόπο που οδηγάμε, στην αντικανονική προσπέραση, στις κόντρες στην παραλιακή, στο φόβο των δασκάλων και των εκπαιδευτικών να επιβάλουν αυτό που πρέπει απέναντι σε ευέξαπτους γονείς, στα περιστατικά μπουλινγκ, σε όλη αυτή την καθημερινή παρανομία και χαμηλής έντασης βία, την οποία έχουμε συνηθίσει.
Αγανακτούμε, πέφτουμε από τα σύννεφα, μέχρι να συμβεί κάποιο νέο περιστατικό που θα σκεπάσει το προηγούμενο, αλλά το θέμα είναι ότι κανείς δεν φοβάται κανέναν και κυρίως, κανείς δεν φοβάται τον μηχανισμό απονομής της δικαιοσύνης, η ατιμωρησία είναι στον πυρήνα της καθημερινότητά μας.
Απόλυτα φυσιολογικό, αν ξαναγυρίσουμε στο θέμα με τις παράλιες, καθώς ο παράνομος επιχειρηματίας ήξερε μέχρι σήμερα ότι μπορεί με την έκδοση της πράξης άμεσης απομάκρυνσης, να κάνει ασφαλιστικά μέτρα, και μέχρι αυτά να εκδικαστούν, να συνεχίσει να λειτουργεί κανονικά.
Αίσθηση που ενισχύεται ακόμη περισσότερο, όταν για τα γενεσιουργά αίτια της παρανομίας όλων των προηγούμενων ετών δεν έχει λογοδοτήσει κανείς. Τους «ομπρελάδες» και τους παράνομους, το κράτος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα τους εντοπίσει, θα τους τιμωρήσει. Με τους δημόσιους υπαλλήλους, τις κρατικές υπηρεσίες, τις δημοτικές αρχές, που τόσα χρόνια, από σκοπιμότητα ή αδιαφορία, άφηναν να μεγαλώνει το θράσος επιχειρηματιών, όπως του συγκεκριμένου, τι έκανε ; Τους ζήτησε ποτέ ευθύνες; Τους έβγαλε ποτέ στη σέντρα;
Κάποιος θα πει ότι όλη η Ελλάδα παρανομεί, μακάρι το πρόβλημα να εντοπίζονταν στις παράλιες. Η βαθιά παρανομία εντοπίζεται στους μαντρότοιχους των εξοχικών που δεκαετίες τώρα έχουν αφαιρέσει από το πολίτη το δικαίωμα της ελεύθερης πρόσβασης στον αιγιαλό. Κάποιοι κρατικοί υπάλληλοι επέτρεψαν να γεμίσουν οι παραλιακές περιοχές με βίλες και πισίνες σε περιοχές όπου δεν υπάρχει υδροδότηση για τους κοινούς θνητούς. Βίλες να γκρεμίζονται θα δούμε;
Αυτό πράγματι είναι κάτι που αναμένουμε να δούμε μετά και την ψήφιση του πρόσφατου νόμου για τα αυθαίρετα, ο οποίος για πρώτη φορά δεν προβλέπει νομιμοποιήσεις όπως άλλοι παλαιότερα.
Αρκεί πάντως μια ματιά στα σχόλια που αναρτήθηκαν στα social media μετά την είδηση για την επιβολή του λουκέτου στη Ρόδο για να καταλάβει κανείς πόσο έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε την παρανομία μέρος της καθημερινότητάς μας. Στην πλειοψηφία τους τα περισσότερα κινούνται στη λογική ότι «έτσι όπως έκλεισε, έτσι και θα ξανανοίξει», ότι «όταν με τόσους πελάτες μπορεί να βγάλει πολλαπλάσια κέρδη γιατί να μην το κάνει», κ.ό.κ.