Στα χνάρια της λιτότητας που εφάρμοσε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε την περίοδο 2009-2017 (όσο βρισκόταν δηλαδή στο τιμόνι του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών) επιστρέφει η Γερμανία, μετά την… ανάπαυλα που επέβαλαν οι κρίσεις της πανδημίας και της ενέργειας, ρισκάροντας την ανάπτυξη των επόμενων ετών. Πριν από λίγες ημέρες το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προέβλεψε ότι η γερμανική οικονομία θα παραμείνει σχεδόν στάσιμη φέτος, με το ΑΕΠ να μεγεθύνεται μόλις κατά 0,2%, μετά από ύφεση 0,2% το 2023.
Το ΔΝΤ «βλέπει» 1,3% το 2025, όμως οι επί τα χείρω αναθεωρήσεις των εκτιμήσεων για τη γερμανική οικονομία αποτελούν πλέον συχνό φαινόμενο. Η αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια των έκτακτων συνθηκών των τελευταίων ετών, βγήκαν στην επιφάνεια τα αρνητικά στοιχεία των σφιχτών δημοσιονομικών πολιτικών που επιτάσσουν ο κανόνας «black zero» και το φρένο χρέους.
Οι όροι «black zero» και «φρένο χρέους» συνθέτουν τον πυρήνα της δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθεί η Γερμανία από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έως σήμερα, με εξαίρεση, φυσικά, την πανδημία και την ενεργειακή κρίση. Με φόντο, ωστόσο, την ανάγκη ευρύτερης ανάκαμψης της Ευρώπης, η εν λόγω στρατηγική αποτελεί ένα «βαρίδι» που έχει τη δυναμική να δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα, τόσο σε ό,τι αφορά την ανάκαμψη της Γερμανίας, όσο και σε πολιτικό επίπεδο.
Ήδη από πέρσι και την κατάρτιση του προϋπολογισμού για το 2024, η γερμανική κυβέρνηση κλήθηκε να επιδοθεί σε… δημιουργική λογιστική, να «μαγειρέψει», δηλαδή, τα οικονομικά της για να αποφύγει την απότομη επιστροφή σε συνθήκες ακραίας λιτότητας. Ο Όλαφ Σολτς δυσκολεύεται να βρει τις απαιτούμενες συμμαχίες για πολιτικές που συμμορφώνονται με τους κανόνες, καθώς οι ανάγκες για δημόσιες επενδύσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά.
Μία γεύση πήραμε προς τα τέλη του 2023, όταν η απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου για το «πράσινο» πακέτο προκάλεσε τρύπα 60 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό του 2024. Η γερμανική κυβέρνηση προσπάθησε να χρησιμοποιήσει αδιάθετους πόρους των πακέτων της πανδημίας για να χρηματοδοτήσει την πράσινη μετάβαση, ακριβώς γιατί απαγορεύεται να αυξήσει το χρέος της, αλλά και πάλι η απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου έβαλε φρένο.
Αναλυτές, μάλιστα, εκτιμούν ότι οι διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό του 2025 μπορεί να απειλήσουν ακόμα και τη συνοχή του κυβερνητικού συνασπισμού, την ώρα που ο Σολτς δέχεται πυρά αμφισβήτησης.
Σύμφωνα με την Capital Economics, η επιμονή της Γερμανίας σε πολιτικές λιτότητας αναμένεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο για την ανάπτυξη της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης, όσο και για την ανθεκτικότητα συνολικά της Ευρωζώνης,
Να πούμε σε αυτό το σημείο ότι η Γερμανία δεν ήταν πάντα… κολλημένη με τη λιτότητα. Αντιθέτως, στις αρχές του 21ου αιώνα εκφράζονταν ανησυχίες για τη δημοσιονομική της πορεία, καθώς έτρεχε ελλείμματα υψηλότερα του 2% από τη δεκαετία του ’70, ενώ το δημόσιο χρέος από το 25% του ΑΕΠ το 1975, έφτασε στο 67% του ΑΕΠ το 2006.
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι τραπεζικές διασώσεις και τα μέτρα στήριξης που εφαρμόστηκαν, ενέτειναν τις δημοσιονομικές ανησυχίες. Έτσι, φτάσαμε στον κανόνα black zero που προβλέπει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν ο άνθρωπος που επέβαλε στη Γερμανία αυτό που για δεκαετίες έμοιαζε απίθανο. Από το 2009, το γερμανικό σύνταγμα περιλαμβάνει τον κανόνα Schuldenbremse που είναι γνωστός ως «φρένο χρέους» και απαγορεύει στη γερμανική κυβέρνηση να αναλαμβάνει επιπρόσθετα χρέη, περιορίζοντας το διαρθρωτικό έλλειμμα του γερμανικού δημοσίου στο 0,35% του ΑΕΠ. Πρόκειται για μία πολιτική επιλογή πιο αυστηρή από τους ευρωπαϊκούς κανόνες.
Το φρένο χρέους συνέβαλε τα μέγιστα έτσι ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του γερμανικού χρέους. Είναι επίσης ένας από τους βασικούς λόγους που οι αποδόσεις των γερμανικών κρατικών ομολόγων είναι οι χαμηλότερες στην Ευρώπη. Όσο ο κανόνας λειτουργούσε και η δημοσιονομική πολιτική παρέμενε περιοριστική, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ υποχωρούσε και το κύρος της γερμανικής οικονομίας αναβαθμιζόταν.
Όμως, σήμερα, οι ανάγκες είναι διαφορετικές. Η σφιχτή δημοσιονομική πολιτική θα φέρει γκρίνια και πολιτικές αντιδράσεις, ενώ παράλληλα θα περιορίζει τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Η εγχώρια ζήτηση θα παραμείνει αδύναμη και η Γερμανία θα δυσκολευτεί να βρει πόρους για δημόσιες επενδύσεις, οι οποίοι θα αντιστρέψουν μια μακρά περίοδο χαμηλών επενδύσεων, υπονομεύοντας έτσι την παραγωγικότητα. Μέσα σε όλα αυτά, η Γερμανία κινδυνεύει επίσης να αποτύχει στους «πράσινους» στόχους που έχει θέσει, αλλά και να χάσει πολύτιμους πόρους για αμυντικές δαπάνες.
Και όπως συμβαίνει την τελευταία 15ετία, η Γερμανία θα συνεχίσει να ασκεί πιέσεις έτσι ώστε να εφαρμοστούν πολιτικές λιτότητας σε ολόκληρη την Ευρώπη, κάτι που είναι πολύ πιθανό να εμποδίσει την ανάκαμψη και να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο το χάσμα που χωρίζει την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. από τις οικονομίες των ΗΠΑ και της Κίνας.