Η ακρίβεια των τροφίμων αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα για τους καταναλωτές σήμερα. Και παρά τις προσπάθειες που γίνονται τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε εγχώριο κυβερνητικό επίπεδο, η πολυπλοκότητα του προβλήματος δεν επιτρέπει την εξεύρεση μιας αποτελεσματικής λύσης.
Ήδη από τον Αύγουστο στο άρθρο, «Θα πούμε το λάδι - λαδάκι και το ρύζι – ρυζάκι», είχαμε αναφερθεί στο συγκεκριμένο πρόβλημα που έχει παγκόσμιες διαστάσεις με πλούσια στοιχεία από τις αγορές των ΗΠΑ εστιάζοντας στις τέσσερις βασικές αιτίες, που έχουν οδηγήσει στις θεαματικές αυξήσεις τιμών των τροφίμων.
Η πρώτη αιτία είναι η αύξηση του εργατικού κόστους της αγροτικής παραγωγής.
Η δεύτερη αιτία είναι η αύξηση του κόστους διακίνησης, μεταφοράς, αποθήκευσης και μεταποίησης των τροφίμων, που συνεχίζεται αμείωτη και μέσα στο 2023.
Η τρίτη αιτία είναι η ανομβρία και οι πυρκαγιές, σαν αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής, που έχουν οδηγήσει σε συρρίκνωση του ύψους της αγροτικής παραγωγής, με αποτέλεσμα η προσφορά να μην καλύπτει τη ζήτηση.
Και η τέταρτη αιτία είναι η συνέχιση της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, που έχει αφαιρέσει από την αγορά το 9% της παγκόσμιας παραγωγής αλεύρων, το 12% της παγκόσμιας παραγωγής καλαμποκιού καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής γεωργικών λιπασμάτων.
Η έκρηξη της τιμής του ελαιόλαδου, εντάσσεται σε αυτά τα πλαίσια ανάλυσης. Η σημαντική μείωση της παραγωγής ελαιόλαδου στην Ισπανία μαζί με την αυξημένη ζήτηση του προϊόντος από τους καταναλωτές σε όλο τον κόσμο, αφού το ελαιόλαδο έχει κατακτήσει με επιτυχία νέες αγορές, όπως είναι η αμερικανική και η κινεζική, συνθέτουν ένα δυσεπίλυτο παζλ.
Έτσι βλέπουμε τους καταναλωτές να προσπαθούν να αγοράσουν ελαιόλαδο περσινής σοδειάς σε περσινές τιμές και να το στοκάρουν, για να μη χρειαστεί να αγοράσουν φετινό ελαιόλαδο σε πολύ υψηλότερες τιμές. Διότι γνωρίζουν πως δε θα μπορούν να ανταποκριθούν στις νέες τιμές στο ράφι των καταστημάτων τροφίμων και θα οδηγηθούν σε μείωση της κατανάλωσης ελαιόλαδου στο οικογενειακό τραπέζι. Από τα διαθέσιμα δεδομένα, φαίνεται ότι ήδη η ζήτηση στην παγκόσμια αγορά ελαιόλαδου έχει υποχωρήσει κατά 40% και στη χώρα μας κατά 30%.
Βλέπουμε τους παραγωγούς να προσπαθούν να εξασφαλίσουν εργατικά χέρια για τη συγκομιδή της σοδιάς, που θα έχουν αυξημένο κόστος απασχόλησης. Ταυτόχρονα γνωρίζοντας τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν και από τα υπόλοιπα κόστη όπως είναι η λίπανση, τα καύσιμα, τα μηχανήματα και η επεξεργασία – τυποποίηση – συσκευασία, λόγω των αυξήσεων που κυμαίνονται από 60% έως 90%, αποφεύγουν να πωλήσουν τις ποσότητες ελαιόλαδου που τους έχουν περισσέψει από πέρσι, στις παλαιές τιμές. Διότι θα πρέπει με κάποιον τρόπο να καλύψουν τα αυξημένα φετινά κόστη συγκομιδής και παραγωγής. Η οποία για μια σειρά από λόγους θα είναι περιορισμένη. Υπολογίζεται πως η τρέχουσα εγχώρια παραγωγή θα είναι από 180.000 έως 200.000 τόνους, αισθητά μειωμένη από την περσινή παραγωγή που είχε αγγίξει τους 320.000 τόνους.
Από την πλευρά τους τα supermarkets, μέσω της αύξησης των τιμών στο ράφι, προσπαθούν να αντισταθμίσουν το υψηλότερο κόστος που θα κληθούν να καταβάλουν στις βιομηχανίες τυποποίησης ελαιόλαδου. Και όσοι ομιλούν περί κερδοσκοπίας των αλυσίδων τροφίμων, θα πρέπει να γνωρίζουν πως μια από τη μεγαλύτερες αλυσίδες στη χώρα μας, εμφάνισε φέτος για πρώτη φορά στην ιστορία της ζημίες, λόγω του υπερβολικού ενεργειακού κόστους που έφτασε τα 24 εκατ. ευρώ. σε ετήσια βάση.
Παράγοντες της αγοράς, αναμένουν αύξηση της διακίνησης και εμπορίας μη τυποποιημένου ελαιόλαδου από τα ελαιοτριβεία, σε ντενεκέδες και κάτω από τα ραντάρ του κράτους όσον αφορά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τα μαύρα έσοδα. Μέσα σε αυτό το παντελώς στρεβλό περιβάλλον «η μάχη του ελαιόλαδου» θα πρωτοστατεί στις ειδησεογραφικά δελτία αφού αφορά ένα βασικό συστατικό της διατροφής του ελληνικού νοικοκυριού. Ποιος θα έλεγε πριν από λίγα χρόνια, πως το ελαιόλαδο θα ήταν σήμερα ένα πολύτιμο διεθνές εμπόρευμα, εν ανεπαρκεία;