Η ριζοσπαστική πρόταση των αμερικανικών αεροπορικών εταιρειών να θυσιάσουν δισεκατομμύρια δολάρια καταργώντας τις χρεώσεις για τις αλλαγές εισιτηρίων σε μια προσπάθεια να αναζωογονήσουν τη ζήτηση για αεροπορικά ταξίδια δεν βρίσκει μιμητές, καθώς οι ξένοι ανταγωνιστές φοβούνται πως αυτή η τακτική θα υποβαθμίσει τις υψηλότερες τιμές που πληρώνουν οι προνομιούχοι ταξιδιώτες.
Η κρίση του Covid-19 έχει αποδυναμώσει ένα από τα βασικά συστατικά της πολιτικής των αερογραμμών: πολλά εισιτήρια χρεώνονται σε ελκυστικά χαμηλά τιμές, και στη συνέχεια χρεώνονται επιπλέον αν χρειαστεί να αλλάξουν. Και στο μεταξύ όσοι επιθυμούν να έχουν μεγαλύτερη ευελιξία, συνήθως οι ταξιδιώτες στην θέση Business, πληρώνουν αρκετά παραπάνω για αυτό το προνόμιο.
Όπως αναφέρει το Reuters, οι αμερικανικές αεροπορικές εταιρείες κέρδισαν 2,8 δις. δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί στο 1,1% των εσόδων τους, από τις χρεώσεις για ακυρώσεις και αλλαγές εισιτηρίων.
Η American Airlines, η Delta Air Lines, και η United Airlines δήλωσαν όλες πρόσφατα ότι καταργούν μονίμως τις χρεώσεις αυτές για τα ταξίδια εσωτερικού, ενώ τις ακολούθησε και η Alaska Airlines.
Η ανακοίνωση αυτή ήρθε τη στιγμή που η ταξιδιωτική κίνηση στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ παραμένει κατά 80% χαμηλότερη από τα επίπεδα του 2019, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιουλίου που έδωσε στη δημοσιότητα η ΙΑΤΑ.
Και ενώ οι αερομεταφορείς σε διεθνές επίπεδο έχουν αναστείλει τις χρεώσεις για τις αλλαγές εισιτηρίων κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όσοι βρίσκονται εκτός ΗΠΑ αντιστέκονται στην ιδέα της μονιμοποίησης αυτού του καθεστώτος.
Η Lufthansa έχει ανακοινώσει απαλλαγή από τις χρεώσεις έως το τέλος του έτους, ενώ η Air France-KLM δεν έχει ορίσει ημερομηνία για την επαναφορά τους, δηλώνει όμως ότι είναι απίθανο να μην τις επαναφέρει.
Οι αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους EasyJet και Ryanair έχουν επίσης δηλώσει ότι δεν σκοπεύουν να αλλάξουν σε μόνιμη βάση την πολιτική επιπλέον χρεώσεων.
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η επαναφορά των επιπλέον χρεώσεων θα είναι σχεδόν αδύνατη στη διάρκεια του χειμώνα του βόρειου ημισφαιρίου, και θα γίνει ακόμα πιο δύσκολη από τη στιγμή που οι καταναλωτές θα θεωρήσουν τη νέα πολιτική δεδομένη.