Αυταρχικές κοινωνίες αδυνατούν να ανταγωνιστούν με τις δημοκρατίες της ελεύθερης αγοράς λόγω της υπερισχύουσας πολιτικής εξουσίας που παραβιάζει το κράτος δικαίου, το οποίο είναι ζωτικής σημασίας για τη διαφύλαξη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Αυτή η προϋπόθεση είναι απαραίτητη για την αποδοτικότητα και την καινοτομία που χαρακτηρίζει την ελεύθερη αγορά στις προηγμένες χώρες.
Η Τουρκία, την περίοδο του Ερντογάν, παρά τις προκλήσεις της ηγεσίας, αρχικά στηρίχθηκε στη δυναμική της ελεύθερης αγοράς από την εποχή του κεμαλισμού, και δημιούργησε αξιόλογη ευημερία την πρώτη δεκαετία την οποία δεν καρπώθηκε ο λαός. Τα τελευταία όμως χρόνια διακυβέρνησης η στροφή της ισλαμικής διακυβέρνησης του Ερντογάν με επισφράγισμα τη μετατροπή της Αγ. Σοφίας σε τζαμί, οδήγησε τον λαό του στις καταστροφικές συνέπειες του πληθωρισμού. Ωστόσο, πλέον, η ισλαμική αυταρχία έχει εξαντλήσει αυτή την πηγή ώθησης της οικονομίας χωρίς να έχει τη δυνατότητα ανανέωσης.
Αυταρχικές κουλτούρες αποδεικνύονται ανίκανες να στηρίξουν ή να διατηρήσουν έναν σύγχρονο πολιτισμό χωρίς τη συνεχή συμβολή του ανεπτυγμένου κόσμου μέσω των εισαγωγών και μεταφοράς τεχνογνωσίας του ανεπτυγμένου κόσμου. Από τα 54 ισλαμικά κράτη, μόνο αυτά που διαθέτουν τον πολυπόθητο πετρελαϊκό πλούτο δεν βρίσκονται σε κατάσταση ένδειας.
Ο ανεπτυγμένος κόσμος επιτυγχάνει λόγω της δέσμευσής του στην ελεύθερη αγορά, ενώ οι αυταρχικοί πολιτισμοί αποτυγχάνουν επειδή εγκαταλείπουν αυτή την αρχή. Στις δημοκρατίες ελεύθερης αγοράς, οι άνθρωποι παραμένουν ακόμη και κατά τη διάρκεια οικονομικών υφέσεων, ενώ στις αυταρχικές χώρες, ιδιαίτερα τα άτομα με υψηλή εκπαίδευση και δυνατότητες πρόβλεψης του μέλλοντος, τείνουν να εγκαταλείπουν τη χώρα, οδηγώντας σε σημαντική διαρροή εγκεφάλων.
Το 2022 πάνω από 2.700 Τούρκοι γιατροί είχαν ζητήσει πιστοποιητικά για να δουλέψουν στο εξωτερικό άλλα και πολλές άλλες ειδικότητες. Ήδη η νεολαία απλά αρνείται να εργαστεί σε μια απλή δουλειά όπως ένας σερβιτόρος ή ένας ταμίας δίνοντας στον επιχειρηματία την μόνη επιλογή να προσλάβει έναν μετανάστη από τα εκατομμύρια που φιλοξενεί για πολιτικούς λόγους. Η Τουρκία χάνει την πρόσβαση σε ανθρώπους που θα μπορούσαν διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην ενίσχυση της οικονομίας της, και η οικονομική της κατάσταση επιδεινώνεται.
Και ενώ ο πληθωρισμός είναι ένα ζήτημα σε όλο τον κόσμο κοντά στο 3% σήμερα, στην Τουρκία έχει πλησιάσει το 85%. Οι καταναλωτές σύμφωνα με το CNBC, πληρώνουν 99% περισσότερο για τρόφιμα το 2023 από ό, τι το 2022. Το κόστος στέγασης έχει εκτοξευθεί κατά 85% και το κόστος μεταφοράς έχει αυξηθεί κατά 117%. Σε μια χώρα 85 εκατομμυρίων ανθρώπων, έχοντας το κόστος της ζωής -ειδικά σε αυτές τις βασικές περιοχές- να έχει πρακτικά διπλασιαστεί απλά δεν είναι βιώσιμη.
Η πολιτική του Ερντογάν πάντα περιστρεφόταν γύρω από τη διατήρηση των επιτοκίων όσο το δυνατόν χαμηλότερα, έτσι ώστε η χώρα, οι επιχειρήσεις και οι άνθρωποι να μπορούν να δανειστούν περισσότερα χρήματα. Ο Ερντογάν υποστηρίζει επίσης ότι τα χαμηλότερα επιτόκια προσελκύουν επενδύσεις, που τροφοδοτούν περαιτέρω την τουρκική οικονομία.
Προσφέροντας φθηνή χρηματοδότηση, εξουσιοδοτούσε τον λαό της Τουρκίας να παίρνει δάνεια και να δαπανά περισσότερα.
Έτσι με χαμηλά επιτόκια και υψηλό πληθωρισμό, οι εταιρείες που εξήγαγαν τα προϊόντα τους δεν μπορούν πλέον να το κάνουν επειδή η ζήτηση είναι τόσο υψηλή στην εγχώρια αγορά που μπορούν να πωλήσουν στο εσωτερικό σε υψηλότερη τιμή και περισσότερα από ό, τι εξήγαγαν.
Επίσης, αυτή η υψηλότερη εγχώρια ζήτηση δημιουργεί ένα περιβάλλον στην οποία οι εταιρείες που προηγουμένως εξήγαγαν αγαθά μπορούν τώρα να απαιτήσουν υψηλότερες τιμές πουλώντας στο εσωτερικό. Ο πληθωρισμός εμφανίζεται - και συνεχίζει να εμφανίζεται - μέχρι να μειωθεί η ζήτηση.
Από το ρεκόρ επιτοκίου του 150,16% τον Δεκέμβριο του 1999 - το οποίο έκανε τον δανεισμό πρακτικά αδύνατο - οι πολιτικές του Ερντογάν οδήγησαν σε χαμηλά ποσοστά ρεκόρ 4,5% τον Δεκέμβριο του 2013 και από το 2014 έως το 2018 περίπου στο 8% και πολύ χαμηλό πληθωρισμό την πρώτη δεκαετία διακυβέρνησης, μέχρι το 2016 ήταν κάτω από 10%.
Όλες οι επιτυχίες που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη δεκαετία του Ερντογάν στην εξουσία συρρικνώθηκαν κατά τη δεύτερη δεκαετία του. Από το 2017 και μετά, ο πληθωρισμός ξέφυγε σταθερά πάνω από το 10% φθάνοντας στο 85% το Νοέμβριο του 2022.
Το επιτόκιο έμεναν χαμηλότερα από τον πληθωρισμό. Από τον Μάρτιο όμως του 2023 από το 8,5% έχουν φθάσει στο 45% τον Μάρτιο του 2024. Η σκόπιμη καθήλωση των επιτοκίων κυρίως μεταξύ 2016 έως το Μάιο 2023 μαζί με την εκτύπωση χρήματος αύξησε την προσφορά χρήματος πάνω από 10 φορές (ενώ το ΑΕΠ αυξήθηκε μόνο 4%) και τροφοδοτούσε τον πληθωρισμό.
Επειδή ο πληθωρισμός συνεχίζει να αυξάνεται και τα επιτόκια παραμένουν πολύ χαμηλότερα από τον πληθωρισμό, οι άνθρωποι τώρα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να δανειστούν περισσότερα για να συνεχίσουν να πληρώνουν τα επιτόκια τους. Έτσι οι άνθρωποι αρχίσαν να τροφοδοτούν το σπιράλ του πληθωρισμού επειδή δανειζόταν χρήματα για να κερδίσουν από την διαφορά πληθωρισμού-επιτοκίων.
Και αυτό ακριβώς συνέβαινε στην Τουρκία, από το 2017 έως το Μάιο του 2023 ενώ οι τιμές αυξήθηκαν ξεπερνώντας και το 80% το επιτόκιο παρέμεινε περίπου 8,5% με εντολή Ερντογάν, αφού απέλυσε 4 διοικητές της κεντρικής τράπεζας, (με πρόσκαιρες διακυμάνσεις έως το 24% το 2019 και μείωση στο 8,25% το 2020 και αύξηση στο 19% στις αρχές του 2022 και στη συνέχεια τα μείωση πριν τις εκλογές στο 8.5%).
Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι έχουν ισχυρά κίνητρα για να δανειστούν. Στη συνέχεια, ξόδευαν αυτά τα χρήματα σε αγαθά ακόμα κι αν αυτά τα αγαθά ήταν μαζικά υπερτιμημένα. Αργότερα μεταπωλούν αυτά τα αγαθά σε μαζικά υψηλότερες τιμές για να εξοφλήσουν τα χρέη τους. Έτσι, προκαλούν ακόμη περισσότερο πληθωρισμό. Δηλαδή ένας κύκλος φανταστικών αποτιμήσεων αγαθών που πωλούνται και μεταπωλούνται σε συνεχώς αυξανόμενες τιμές και τα χρήματα χάνουν όλο και περισσότερη αξία.
Οι τιμές των κατοικιών και των περιουσιακών στοιχείων εκρήγνυνται όταν υπάρχουν χαμηλά επιτόκια και υψηλός πληθωρισμός, επειδή οι πλούσιοι δανείζονται χρήματα για να αγοράσουν περιουσιακά στοιχεία και σπίτια τα οποία ενοικιάζουν. Δανείζονται χρήματα από τις τράπεζες για να αγοράσουν διαμερίσματα και χρεώνουν τις δόσεις ως ενοίκιο. Όσο τα επιτόκια παραμέναν χαμηλά π.χ. για δέκα χρόνια, παίρνουν δωρεάν τα σπίτια τα οποί τα πληρώνουν με πληθωριστικό χ΄ρημα. Εάν όμως προκύψουν υψηλά επιτόκια, οι δανειολήπτες θα χρεοκοπήσουν.
Ο Edrogan ήταν στην εξουσία για να κρατήσει χαμηλά τα επιτόκια ώστε σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό να βοηθά τους πλούσιους να αποκτήσουν με δανεικά και άλλα περιουσιακά στοιχεία. Ο υψηλός πληθωρισμός με χαμηλά επιτόκια είναι ευλογία για τους πλούσιους, επειδή κάνει τους φτωχούς να μην έχουν αγοραστική δύναμη και αφήνουν στους πλούσιους τα οφέλη από τη νομισματική επέκταση.
Μετά την επανεκλογή του, των Μάιο του 2023 ο Ερντογάν αθέτησε την υπόσχεση προς τους ψηφοφόρους του και αύξησε τα επιτόκια από 8,5% τον Μάιο του 2023 στο 45% τον Μάρτιο του 2024 κάνοντας το παιχνίδι του δανεισμού ριψοκίνδυνο. Οι χρεοκοπίες αυτών που έχουν δανειστεί με χαμηλά επιτόκια είναι προ των πυλών.
Τα νέα δάνεια με επιτόκια 45% δεν τα θέλει κανένας πλέον και πολύ περισσότερο αυτοί που δανειζόταν με μόχλευση. Η κυβέρνηση συνεχίζει να τυπώνει χρήμα για να αναπληρώσει τα χρήματα από τα δάνεια που δεν εισέρχονται πλέον στην αγορά εξ αιτίας των υψηλών επιτοκίων των δανείων. Αυτή η αναπλήρωση συνεχίζει να τροφοδοτεί τη ζήτηση και για αυτό ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι πάνω από 67% σύμφωνα με την κυβέρνηση.
Όπως είπε ο Μίλτον Φρίντμαν: «Ο πληθωρισμός είναι πάντα και παντού ένα νομισματικό φαινόμενο». Εάν η κεντρική τράπεζα είχε αυξήσει τα επιτόκια, το αποπληθωριστικό αποτέλεσμα μπορεί να αντισταθμιστεί από την μείωση της προσφοράς χρήματος. Όμως με την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων και την εκτύπωση χρήματος, ακολούθησε επεκτατική νομισματική πολιτική, η οποία είναι πληθωριστική.
Η Τουρκία πρέπει να σταματήσει να τυπώνει χρήμα, πράγμα που σημαίνει ότι η κυβέρνηση πρέπει να σταματήσει να ξοδεύει χρήματα. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να θεραπεύσουν τον πληθωρισμό τους. Τα έξοδα της Τουρκίας να συντηρεί «στρατιωτική παρουσία» σε ξένα κράτη και σε φαραωνικά αμυντικά προγράμματα είναι δυσθεώρητα και σε περίοδο κρίσης η εκτύπωση χρήματος αυξάνεται καθώς τα έσοδα του κράτους μειώνονται, ακριβώς στην περίοδο που χρειάζονται πολλά περισσότερα χρήματα για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Ο λαός περαιτέρω διχάζεται από μια δεύτερη οικονομία που έχει η Τουρκία. Πάνω από το 35% του ΑΕΠ της προέρχεται από εξαγωγές αγαθών και οι εξαγωγικές εταιρείες πληρώνονται σε δολάρια ΗΠΑ. Οι ίδιες εταιρείες πληρώνουν τα γενικά έξοδα και τους μισθούς τους σε φθηνές λίρες. Έτσι ο πλούτος μεταφέρεται από τον λαό στους επιχειρηματίες που εξάγουν. Ουσιαστικά, οι πλούσιοι στην Τουρκία ζουν με το δολάριο και τα πάνε πολύ καλά.
Οι φτωχοί είναι στη λίρα και είναι αρκετά χαμένοι. Οι εύποροι άνθρωποι έχουν τα μέσα να προστατευτούν από αυτά τα προβλήματα. Μπορούν να αγοράσουν ξένα νομίσματα, αγοράζουν περιουσιακά στοιχεία με δάνεια καθώς έχουν τις εγγυήσεις για να λάβουν δάνεια, που αυξάνονται σε αξία μαζί με τον πληθωρισμό -όπως η γη- και επενδύουν σε εταιρείες του εξωτερικού.
Οι υπάλληλοι και οι μικρές επιχειρήσεις δεν έχουν αυτές τις επιλογές. Όλο και περισσότερα από τα χρήματα τους πρέπει να πάνε για την πληρωμή των λογαριασμών, όπου ακόμη και τα βασικά αγαθά αρχίζουν να θεωρούνται είδη πολυτελείας.
Ο πληθωρισμός δεν κάνει άμεσα τη χώρα να καταρρεύσει, αλλά διαλύει την ίδια την κοινωνία, με τους πλούσιους να γίνονται πολύ πλουσιότεροι και τους φτωχούς να γίνονται πολύ φτωχότεροι. Δημιουργεί μια ατέρμονη αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας, μείωση του επιπέδου ζωής για την πλειοψηφία και μονοπώληση της αγοράς από τους ολιγάρχες. Σήμερα το κατά κεφαλή ΑΕΠ της Τουρκίας είναι μικρότερο από το 2008 στα περίπου $10.600 (στην Ελλάδα είναι διπλάσιο).
Όλα δείχνουν έναν ηγέτη που είναι τόσο κολλημένος στην επιτυχία που κατάφερε με μια ανορθόδοξη πολιτική χαμηλών επιτοκίων που αρχικά πέτυχε, να είναι τώρα η αιτία της πτώσης της οικονομίας της Τουρκίας. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη στρατηγική που να ακολουθεί βέλτιστους κανόνες ανάπτυξης, που ακολουθούν οι προηγμένες χώρες, αλλά υπάρχει μια συναλλακτική βάση και όλα εξαρτώνται από το πως ο ίδιος θα ωφεληθεί πολιτικά ή προσωπικά.
Την Κυριακή 31/3/24 στις δημοτικές εκλογές, η αντιπολίτευση και το κοσμικό κόμμα CHP κατανίκησαν απολύτως το ΑΚΡ του Ερντογάν κερδίζοντας τον έλεγχο σχεδόν όλων των μεγάλων πόλεων και περιοχών, συμπεριλαμβανομένης της Άγκυρας, της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, της Αττάλειας και άλλων.
Ο λαός διαισθάνθηκε τι τον περιμένει και απέρριψε την οικονομική πολιτική του Ερντογάν. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν είναι προς το συμφέρον της Δύσης να «κρατήσει» την οικονομία της Τουρκία σε καλή κατάσταση. Για την χώρα μας η Τουρκία γίνεται ακόμα πιο επικίνδυνη καθώς τα αυταρχικά κράτη «εξάγουν» την εσωτερική τους αναταραχή.
* Ο Ατσαλάκης Γιώργος είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης