Του Χρήστου Ν. Κώνστα
Με δημόσιο χρέος 2,3 τρισεκατομμυρίων ευρώ που αντιστοιχεί περίπου στο 132% του ΑΕΠ της και με «κόκκινα δάνεια» ύψους 224,2 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν στο 25% του ενεργητικού των τραπεζών της, η Ιταλία αποτελεί σήμερα μια μεγάλου μεγέθους ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του Ευρώ που όλοι θέλουν να κρατήσουν μακριά από τα βλέμματα των αγορών.
Οι αγορές ωστόσο γνωρίζουν ότι αμέσως μετά την ολοκλήρωση του τρίτου «ελληνικού προγράμματος», τον Αύγουστο του 2018, η Ευρωζώνη θα υποχρεωθεί να πάρει δραστικά μέτρα για να θέσει υπό έλεγχο το «ιταλικό πρόβλημα» προτού πάρει νέες εκρηκτικές διαστάσεις.
Η ιταλική καταγωγή του Ευρωπαίου Κεντρικού Τραπεζίτη, έχει υποχρεώσει την Φραγκφούρτη να στηρίζει με όλα τα φανερά και αφανή διαθέσιμα μέτρα όχι μόνον την ρευστότητα του Ιταλικού τραπεζικού συστήματος αλλά και τη σταθερότητα της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης.
Ο Μάριο Ντράγκι αγοράζει 3,6 δισ. ευρώ σε ιταλικά ομόλογα κάθε μήνα και ταυτόχρονα παρεμβαίνει διακριτικά για να στηρίξει το τραπεζικό σύστημα της χώρας του.
Με χαρακτηριστική ευκολία χαρακτήρισε «μη συστημικές», δύο εξαιρετικά προβληματικές τράπεζες της Ιταλίας (τη Βένετο Μπάνκα και τη Μπάνκα Ποπολάρε ντι Βιτσέντζα). Με τον τρόπο αυτό ο Draghi άναψε το “πράσινο φως” στη Ρώμη για την «προληπτική ανακεφαλαιοποίηση» των τραπεζών της περιφέρειας του Βένετο, με κρατικά κεφάλαια 17 δισ. ευρώ. Επίσης, η Monte dei Paschi εξακολουθεί να βρίσκεται σε καθεστώς κρατικής κηδεμονίας, μακριά από τον οδυνηρά μέτρα που θα έπαιρνε -υπό κανονικές συνθήκες- η Φρανκφούρτη.
Το πρόβλημα του Μάριο Ντράγκι είναι ότι η στάση που θα τηρήσει στην αξιολόγηση των stress test των ελληνικών Τραπεζών θα αποτελέσει οδηγό εξελίξεων και στο ιταλικό τραπεζικό σύστημα:
Αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τηρήσει αυστηρή στάση απέναντι στις ελληνικές τράπεζες θα υποχρεωθεί να ακολουθήσει του ίδιους κανόνες και στις ιταλικές.
Αν η αξιολόγηση των Ελληνικών συστημικών τραπεζών αποδειχθεί «χαλαρή» και «επιεικής», τότε οι αγορές θα βρουν την ευκαιρία να χτυπήσουν το μαλακό υπογάστριο του Ευρώ.
Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο περιμένει υπομονετικά τη …δικαίωσή του. Η Κριστίν Λαγκάρντ έχει προειδοποιήσει ότι ο τρόπος που η Φρανκφούρτη υπολογίζει τα μεγέθη των εποπτικών κεφαλαίων είναι λανθασμένος και απλώς «κρύβει το πρόβλημα κάτω από την κουβέρτα».
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις πριν από 2 εβδομάδες, το ΔΝΤ ανακοίνωσε, με κάθε επισημότητα και στόμφο, τους «νέους κανόνες εμπλοκής του σε χώρες που ανήκουν σε νομισματική ένωση», οι οποίοι φυσικά τέθηκαν άμεσα σε ισχύ. Σύμφωνα με τους νέους κανόνες, το ΔΝΤ δεν θα αρκείται στις διαβεβαιώσεις ενός θεσμού (όπως π.χ. η ΕΚΤ και ο SSM που διενεργούν τα stress test στην Ευρώπη) για την υγεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Οι νέοι κανόνες εμπλοκής αναφέρουν ότι:
«Σε περίπτωση που το Ταμείο εξετάσει μια νέα δανειακή συμφωνία ή τη συνέχιση υφιστάμενης με ένα μέλος νομισματικής ένωσης και υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την αξιοπιστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το Ταμείο δεν θα παράσχει τη διαθέσιμη χρηματοδότηση, εάν δεν είναι βέβαιο, με βάση τη δική του ανάλυση και κρίση, για την κατάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς και για το ότι οι προτεινόμενες δράσεις στη διάρκεια του προγράμματος που υποστηρίζεται από το Ταμείο θα αποκαταστήσουν την αξιοπιστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Κατά συνέπεια, θα χρειαστεί κάποια μορφή διασφάλισης σε επίπεδο νομισματικής ένωσης για να μπορέσει το Ταμείο να δανείσει».
Με απλά λόγια, τα ελληνικά stress test, δεν είναι μια αθώα και απλή διαδικασία.
Λειτουργούν ως τροχιοδεικτική βολή για την αντιμετώπιση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, σε μια περίοδο που μαίνεται ένας οξύτατος εμπορικός πόλεμος και ένας αθέμιτος ανταγωνισμός προσέλκυσης κεφαλαίων με αυξήσεις επιτοκίων και φορολογικά κίνητρα...