Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου *
Το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα αποτελεί για τον πρόεδρο Τραμπ τον ακρογωνιαίο λίθο της θεώρησής του για τις εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών και τη βασική αιτία για την κήρυξη του εμπορικού πολέμου ανάμεσα στον Λευκό Οίκο και το Πεκίνο.
Όμως η ύπαρξη εμπορικού ελλείμματος ανάμεσα σε δύο χώρες δεν είναι κάτι το πρωτοφανές, διότι συνοδεύει την πλειονότητα των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των περισσότερων χωρών. Το σπάνιο θα ήταν να βρεθούν εμπορικοί εταίροι των οποίων οι εμπορικές συναλλαγές να είναι απολύτως εξισορροπημένες. Η οικονομία και η ανάπτυξη των χωρών καθορίζουν το ύψος των εισαγωγών τους και τις δυνατότητες των εξαγωγών τους. Και δεν είναι απαραίτητο οι χώρες που έχουν εμπορικό έλλειμμα έναντι άλλων να έχουν συγκριτικό μειονέκτημα.
Στην περίπτωση των εμπορικών σχέσεων ΗΠΑ - Κίνας, οι Αμερικανοί καταναλωτές αγοράζουν περισσότερα κινεζικά προϊόντα, απ' ό,τι οι Κινέζοι αγοράζουν αντίστοιχα αμερικανικά. Έτσι οι Αμερικανοί δαπανούν αμερικανικά δολάρια, τα οποία οι Κινέζοι προτιμούν να τα εισπράττουν και να τα αποθεματοποιούν, αντί να αγοράζουν με αυτά τα αντίστοιχα αμερικανικά προϊόντα. Υπάρχει κάποια ανισορροπία σε αυτή την εξίσωση; Σίγουρα όχι.
Και ο λόγος είναι απλός. Ο όγκος των αμερικανικών δολαρίων που βρίσκεται συγκεντρωμένος στις κινεζικές τράπεζες επιστρέφει στις ΗΠΑ, μέσω των εκδόσεων χρέους του αμερικανικού δημοσίου, που αγοράζονται από τις κινεζικές τράπεζες. Οι Κινέζοι αγοράζουν με τα δολάρια που εισπράττουν από τους Αμερικανούς καταναλωτές αμερικανικό χρέος. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Κίνα αποτελεί τον μεγαλύτερο κάτοχο των εκδόσεων του αμερικανικού χρέους. Δηλαδή, η Κίνα κατέχει το μεγαλύτερο μέρος των ομολόγων που έχει εκδώσει το αμερικανικό δημόσιο.
Ο φόβος που συχνά πλανάται στις αγορές της Νέας Υόρκης για το τι θα γίνει αν οι Κινέζοι αποπειραθούν να ρευστοποιήσουν μαζικά τα ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους, υπάρχει μόνο σε σενάρια σχεδίων συνωμοσίας. Οποιαδήποτε προσπάθεια ρευστοποίησης αυτών των τίτλων θα επιφέρει σημαντικές ζημιές στους κατόχους τους, πράγμα που σημαίνει ότι αν οι Κινέζοι επέλεγαν αυτή την κίνηση, θα ήταν σαν να αυτοπυροβολούνται. Η πραγματική ανησυχία είναι το κατά πόσον η Κίνα θα συνεχίζει να αγοράζει αμερικανικά ομόλογα όταν αρχίσει να συρρικνώνεται το εμπορικό της πλεόνασμα με τις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να μην έχει πλέον στην κατοχή της τον πακτωλό δολαρίων που έχει σήμερα.
Οι αγοραστές
Δηλαδή, όσο μικραίνει το πλεόνασμα με τις ΗΠΑ, τόσο οι Κινέζοι θα εισπράττουν λιγότερα δολάρια, οπότε θα επενδύουν ακόμα λιγότερα στα αμερικανικά ομόλογα. Αν λοιπόν οι κινεζικές τράπεζες δεν έχουν τη δυνατότητα ή δεν είναι πρόθυμες να αγοράσουν αμερικανικά ομόλογα, πού θα βρεθούν αγοραστές; Προφανώς θα βρεθούν άλλοι αγοραστές που διαθέτουν δολαριακά πλεονάσματα, όπως είναι οι χώρες παραγωγής πετρελαίου, αλλά αυτές θα ζητήσουν μεγαλύτερες αποδόσεις. Γεγονός που θα οδηγήσει σε αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων, που με τη σειρά της θα περάσει στο εσωτερικό των ΗΠΑ, με αύξηση των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων, των καταναλωτικών δανείων, που με τη σειρά τους θα πυροδοτήσουν σειρά παρενεργειών στην εσωτερική αγορά των ΗΠΑ.
Είναι φανερό ότι οι εμπορικές σχέσεις είναι εξαιρετικά πιο σύνθετες από τις σχέσεις ανάμεσα στο «καλό και το κακό» και από το παιχνίδι δύναμης που έχει επιβάλει ο πρόεδρος Τραμπ.
*Ο Κωνσταντίνος Χαροκόπος είναι οικονομικός αναλυτής, µε ειδίκευση στον σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών
Το περιεχόμενο της στήλης είναι καθαρά ενημερωτικό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συµβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Τα επενδυτικά προϊόντα και εργαλεία που περιγράφονται και αναλύονται ενέχουν κινδύνους και μπορεί να είναι ακατάλληλα για επενδυτές, µε βάση τα επενδυτικά χαρακτηριστικά τους, τους στόχους τους και την οικονομική τους κατάσταση. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν µε βάση τις πληροφορίες αυτές.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο 15 Νοεμβρίου 2019