Ένα κείμενο για την κλιματική αλλαγή και έξω από το συνηθισμένο αφήγημα, εύκολα δημιουργεί παρεξηγήσεις. Ελλοχεύει ο κίνδυνος, άλλο να γράφεται, άλλο να διαβάζεται και άλλο να γίνεται αντιληπτό από τους αναγνώστες. Οφείλω λοιπόν να εξηγηθώ εκ των προτέρων. Το άρθρο, που θα ολοκληρωθεί σε δύο μέρη δεν αμφισβητεί ότι η κλιματική αλλαγή είναι υπαρκτό πρόβλημα που οφείλουμε να επιλύσουμε.
Δεν αρνείται επίσης, ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα αποτελεί σημαντικό μέρος του προβλήματος. Με μια a priori αποποίηση, διαχωρίζω τη θέση μου από τις παρακάτω συνομοταξίες που πρωταγωνιστούν στη συζήτηση για το κλίμα.
Τους επαγγελματίες συνωμοσιολόγους, που πιστεύουν ότι τα δάση καίγονται για να φυτρώσουν ανεμογεννήτριες ή φωτοβολταϊκά πάρκα. Παρότι ασκείται κριτική παρακάτω για την δαπανηρή και βραδεία διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), δεν σημαίνει ότι συμφωνεί με τη χρήση του πατροπαράδοτου λιγνίτη, του εθνικού μας προϊόντος και επίσημο αγαπημένο των συνδικαλιστών. Η οικολογία εξ’ αποστάσεως που εξαντλείται σε ανακρίβειες, για την πελατεία των κοινωνικών δικτύων δεν δικαιώνεται με το παρόν.
Τους περιβαλλοντολόγους και πρωτίστως τους επαγγελματίες ακτιβιστές, που διαδίδουν σαν χιλιαστές το τέλος του κόσμου, ενώ απαιτούν να επιστρέψουμε στην προβιομηχανική εποχή. Σαν ιεροκήρυκες, προαναγγέλλουν την Αποκάλυψη και αξιώνουν την άμεση διακοπή δραστηριοτήτων, με πρόσχημα τη σωτηρία του πλανήτη.
Δεν μας είπαν, ούτε πως θα ταΐσουν τα 7 δισεκατομμύρια της ανθρωπότητας, ούτε τι δουλειά θα κάνουν οι άνεργοι μετά την επιστροφή στην Εδέμ. Δεν είναι τυχαίο ότι επέλεξαν να «μοιραστούν την αγωνία τους» στην ασφάλεια των κατακερματισμένων φιλελεύθερων κοινωνιών, εκμεταλλευόμενοι τη διάχυτη ενοχή και ανοχή που διέπει τις δυτικές δημοκρατίες.
Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε και την κοινωνικό-πολιτική προσέγγιση, ιδιαιτέρως δημοφιλή στην αριστερά, η οποία προτρέπει να θυσιάσουμε την ανάπτυξη, προκειμένου να σώσουμε το κλίμα. Ίσως όλοι το ίδιο να επιλέγαμε αν ήταν η μοναδική ανταλλακτική σχέση που διακυβεύεται. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πιο πολύπλοκη και αντιπαθεί τις υπεραπλουστεύσεις.
Λιγότερη ή συρρικνωμένη ανάπτυξη σημαίνει λιγότερους πόρους για κοινωνική πολιτική, παιδεία, πρόνοια και συνταξιοδοτικό σύστημα. Ο διανεμητικός χαρακτήρας του κρατικού προϋπολογισμού – βασική προγραμματική θέση της αριστεράς - θα διαβρωνόταν ανεπανόρθωτα από τη συγκεκριμένη προοπτική.
Μικρή παρένθεση, οι οικολογικές ανησυχίες της ελληνικής αριστεράς είναι λίγο συγκεχυμένες. Δείχνει υπερευαίσθητη όταν η μόλυνση προέρχεται από ιδιωτικά συμφέροντα, ενώ σιωπά όταν ο ρυπαντής είναι κρατική εταιρία. Συνάμα, παθαίνει αναφυλαξία με τις ΑΠΕ, αγκαλιάζοντας διαχρονικά όλες τις αντιδραστικές ομάδες της ελληνικής επικράτειας.
Το πρόβλημα με την κλιματική αλλαγή, είναι πως χρειάζεται στοχευμένη δράση και τη δαπάνη τεράστιων χρηματικών ποσών. Προϋποθέτει τη δημιουργία κατάλληλου νομικού πλαισίου και διάθεση πόρων διαμέσου των κρατικών προϋπολογισμών. Η ιστορία περιπλέκεται όταν η πρόκληση δεν δύναται να αντιμετωπιστεί μεμονωμένα αλλά επιβάλλεται να γίνει συντονισμός κοινής συλλογικής δράσης, όχι μόνο μεταξύ κρατών, αλλά ολόκληρων περιφερειακών σχηματισμών.
Αναπόφευκτα, ο κλήρος πέφτει στους πολιτικούς να αποφασίσουν. Και εδώ ξεκινούν τα προβλήματα. Οι πολιτικοί έχουν την τάση να αποφασίζουν εντός των ορίων της πολιτικής τους καριέρας. Δυσκολεύονται να πάρουν αποφάσεις που θα έχουν αποτέλεσμα μετά από 20, 30 ή και περισσότερα χρόνια. Πόσο μάλλον, όταν πρέπει να ξοδέψουν δισεκατομμύρια. Γραμμάτια που πιθανόν δεν θα εξαργυρώσουν ποτέ.
Ο περιορισμένος χρονικός ορίζοντας τους προδιαθέτει να κάνουν τις λάθος ερωτήσεις.
Κάπως έτσι αναπαράγονται όλα αυτά τα ανεφάρμοστα σχέδια, με υπερφιλόδοξους στόχους που δεν υλοποιούνται ποτέ. Όταν ρωτούν τους επιστήμονες, πως θα μηδενίσουν τους ρύπους σε μερικά χρόνια, η απάντηση είναι ταυτόσημη με ανέφικτες δαπανηρές λύσεις με αμφίβολα αποτελέσματα.
Παράλληλα, η κλιματική αλλαγή και οι συνέπειες δεν είναι γραμμικές σε όλες τις ζώνες της υδρογείου, γεγονός που δυσχεραίνει την εναρμόνιση των κατάλληλων πολιτικών. Οι επιπτώσεις διαφέρουν σε γεωγραφική και υψομετρική κλίμακα. Άλλη προσέγγιση απαιτείται από την Ελλάδα και τις μεσογειακές χώρες, οι οποίες είναι εκτεθειμένες σε ραγδαία αύξηση θερμοκρασίας και ερημοποίηση και άλλες δράσεις οφείλει να εφαρμόσει ο Καναδάς ή η Ιαπωνία.
Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα παραμένει ο τρόπος που έχουμε αποφασίσει να καταπολεμήσουμε την κλιματική αλλαγή. Ο ορισμός του κατεπείγοντος, η κατάσταση συναγερμού, και ο τρόμος που συνοδεύει τις περιβαλλοντικές ειδήσεις, δημιουργούν πανικό. Ο οποίος όχι μόνο δεν είναι γόνιμος αλλά τροφοδοτεί και λανθασμένες επιλογές. Επιπροσθέτως η υστερία που χαρακτηρίζει τις περιβαλλοντικές οργανώσεις και μέρος της επιστημονικής κοινότητας, επηρεάζει τις πολιτικές ηγεσίες να προβούν σε βεβιασμένες αποφάσεις. Με συνέπεια την κατασπατάληση πόρων με δυσανάλογα οφέλη.
Παρά τις δεσμεύσεις και τις επιδοτήσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων, η διείσδυση των καθαρών (αιολική και ηλιακή ενέργεια) ΑΠΕ παγκοσμίως δεν ξεπερνάει το 1,1% με πρόβλεψη να φτάσει το 5% το 2040. Η απουσία κάποιας σημαντικής τεχνολογικής ανακάλυψης, που θα επιτάχυνε την απογείωση τους, έχει κρατήσει τις εν λόγω ΑΠΕ σε χαμηλά επίπεδα.
Οι σημαντικές αξιόπιστες πηγές παραμένουν οι παραδοσιακές ΑΠΕ, όπως η βιομάζα και η υδροηλεκτρική. Ταυτοχρόνως, ο ρυθμός απεξάρτησης των ορυκτών καυσίμων δεν είναι ικανοποιητικός. Ο καταλύτης θα μπορούσε να είναι η αποθήκευση ενέργειας ή εφεδρικές μονάδες που θα επέτρεπε στις νέες πηγές να παράγουν ενέργεια όταν χρειάζεται και όχι όταν το αποφασίσουν οι μετεωρολογικές συνθήκες.
Οι πολιτικές των επιδοτήσεων έχουν στοιχίσει ήδη αρκετά, αυξάνοντας το κόστος της ενέργειας, το οποίο μετακυλίεται στους λογαριασμούς ρεύματος των νοικοκυριών. Στη Γερμανία το κόστος έχει διπλασιαστεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες μόνο. Η τάση εντός της ΕΕ είναι τετραπλασιασμός της χονδρικής τιμής ηλεκτρικού ρεύματος την επόμενη δεκαετία.
Ίσως έχει φτάσει η ώρα να δοθεί βαρύτητα στη χρηματοδότηση σε Έρευνα και Ανάπτυξη και σταδιακή αλλά ταχύτατη απαγκίστρωση από την πολιτική των επιδοτήσεων. Μόνο μια τεχνολογική υπέρβαση θα μπορούσε να ανατρέψει την εξάρτηση των ορυκτών καυσίμων. Μόνο όταν οι ΑΠΕ γίνουν φθηνές συγκριτικά με τα ορυκτά, θα επέλθει η πραγματική μετάβαση.
Στο υπάρχον πλαίσιο οι φτωχές χώρες δεν έχουν κίνητρο να επενδύσουν σε ΑΠΕ διακινδυνεύοντας τις αναπτυξιακές τους δυνατότητες. Ούτε πρόκειται να συμμετάσχουν στις πρωτοβουλίες για κοινή δράση, όπως θα δούμε στο δεύτερο μέρος.
Οι πλούσιες χώρες δεν θα μπορούν να χρηματοδοτούν εσαεί την πράσινη μετάβαση, χωρίς να επιδεικνύουν χειροπιαστά αποτελέσματα. Το κόστος ήδη έχει αρχίσει να δαγκώνει και κάποτε θα κληθούν να αιτιολογήσουν τις πολιτικές αποφάσεις. Κυρίως όταν θα λειτουργούν σε βάρος άλλων χρηματοδοτήσεων και κρατικών δαπανών.
Το μεγαλύτερο κόστος θα είναι - όπως διαπιστώσαμε με τον πορτοκαλί πρόεδρο - οποιαδήποτε πρόοδος να αντιστραφεί οριστικά από λαϊκιστές πολιτικούς που θα ξιφουλκούν στο όνομα της άφρονος και άφθονης ημιμάθειάς τους.