Ισχυρά μηνύματα ανάγκης αλλαγής του μοντέλου του τουρισμού
Shutterstock
Shutterstock

Ισχυρά μηνύματα ανάγκης αλλαγής του μοντέλου του τουρισμού

Μποτιλιαρίσματα, συνωστισμός, προβλήματα στη διαχείριση απορριμμάτων και λειψυδρία είναι μερικά μόνο από τα προβλήματα που αντιμετώπισαν ορισμένοι δημοφιλείς νησιωτικοί προορισμοί στη χώρα μας στη διάρκεια του καλοκαιριού.

Μπορεί ο τουρισμός να σημειώνει και πάλι επιδόσεις ρεκόρ σε επίπεδο αφίξεων, ωστόσο διαρκώς δυναμώνουν οι φωνές που τονίζουν ότι είναι στιγμή να σταματήσουμε να μετράμε μόνο τις αφίξεις σε αεροδρόμια, λιμάνια και συνοριακούς σταθμούς, να εστιάσουμε σε πιο ποιοτικά μεγέθη και να επαναπροσδιορίσουμε το ελληνικό τουριστικό προϊόν. Στην ανάγκη μιας νέας προσέγγισης συνηγορούν αρκετοί παράγοντες και από διάφορες πλευρές: από εκπροσώπους τουριστικών φορέων μέχρι τοπικούς φορείς που ανησυχούν για το νερό και συνεχή δημοσιεύματα σημαντικών διεθνών Μέσων που μιλάνε για κρίση του ελληνικού μοντέλου που βασίστηκε επί μακρόν στον μαζικό τουρισμό. 

Πρόσφατα το Reuters σημείωσε σχετικά ότι, η Ελλάδα καλείται να οραματιστεί ένα νέο μοντέλο τουρισμού. Επισήμανε, επίσης ότι σύμφωνα και με τον Ben Lynman του οργανισμού Travel Foundation -που παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε κυβερνήσεις και εταιρείες για θέματα τουρισμού- υπάρχει συνολικότερα μία απομάκρυνση από το κλασικό μοντέλο της απλής προβολής ενός τουριστικού προορισμού. Οι λόγοι που καθιστούν αναγκαία αυτή τη στροφή είναι πολλοί και έχουν αναφερθεί τα τελευταία χρόνια και στη δημόσια συζήτηση που διεξάγεται στη χώρα μας.

Θολώνει τα νερά ο όρος «υπερτουρισμός»

Η αναβλητικότητα στη λήψη αποφάσεων που παρατηρείται ενίοτε, για επίλυση χρόνιων προβλημάτων, για παράδειγμα στις υποδομές, μπορεί να επιταθεί από την αναγωγή προβλημάτων στην αφηρημένη έννοια του υπερτουρισμού. Όπως τονίζουν όμως πολλοί γνώστες, η Ελλάδα -με βάση τους αριθμούς- δεν πάσχει τόσο εξαιτίας ενός υπερβολικού αριθμού τουριστών. Μια σύγκριση με άλλες χώρες ή προορισμούς το αποδεικνύει.

Τελικά, το πρόβλημα της χώρας είναι ότι το έλλειμμα διαχείρισης στους προορισμούς, παράγει κατώτερη εμπειρία από αυτήν που περιμένουν οι επισκέπτες. Την ίδια στιγμή, οι αριθμοί δείχνουν ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού.

Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στο πεντάμηνο Ιανουαρίου - Μαΐου σημειώθηκε μεν αύξηση στον αριθμό των επισκεπτών σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023, όμως η μέση δαπάνη ανά ταξίδι (δηλαδή, πόσα ξοδεύει ένας επισκέπτης για τη διαμονή του σε κάποιο σημείο στη χώρα μας) μειώθηκε κατά 3,6%. Τον δε Μάιο η πτώση της δαπάνης ήταν μεγαλύτερη και ξεπέρασε το 12% και όσοι μελετούν τις τάσεις δεν κρύβουν την ανησυχία τους για το μέλλον και το ενδεχόμενο να «ξεφουσκώσει» η δυναμική του ελληνικού τουρισμού.

Ο μαζικός τουρισμός έχει δείξει τα προβλήματά του σε ορισμένες περιοχές της χώρας. Αν και κατά κοινή ομολογία η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα του υπερτουρισμού στον βαθμό που το αντιμετωπίζουν άλλες χώρες της Μεσογείου, υπάρχουν συγκεκριμένοι προορισμοί όπου οι υποδομές τους δοκιμάστηκαν έντονα και φέτος. Μύκονος και Σαντορίνη έχουν τα πρωτεία βεβαίως, καθώς κατά κοινή ομολογία λείπει μια συγκροτημένη πολιτική για την υποδοχή των επισκεπτών τους. Άλλα νησιά όπως η Νάξος ή η Σίφνος εμφάνισαν δυσλειτουργίες με σημαντικότερο πρόβλημα τη λειψυδρία. Η Μύκονος και η Σαντορίνη λειτουργούν ταυτόχρονα ως «το καναρίνι στο ανθρακωρυχείο», καθώς τα προβλήματα με τις υποδομές που αντιμετωπίζουν αυτοί οι προορισμοί θα μπορούσαν να εμφανιστούν και σε άλλες περιοχές της χώρας, αν δεν υπάρξει μια ριζική μεταστροφή στο πώς αντιμετωπίζουμε τον τουρισμό. 

Οι παράπλευρες απώλειες για τους επενδυτές 

Από την άλλη αποκαλύψεις για συμφέροντα, τις περισσότερες φορές σε τοπικό επίπεδο, που επιχειρούν να εμποδίσουν κάθε νόμιμη επενδυτική προσπάθεια θεωρούν ότι μπορεί να τους ανταγωνιστεί, δείχνουν ότι υπάρχει η εύρυθμη λειτουργία σε ορισμένες περιοχές της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας, έχει διαταραχτεί και χρήζει αποκατάστασης. 

Χαρακτηριστική είναι ίσως η περίπτωση της Μυκόνου για την οποία αφιέρωσε πρόσφατα εκτενές ρεπορτάζ η μεγάλη γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung με τον δημοσιογράφο που υπογράφει το κείμενο Μικαέλ Μαρτινς να υποστηρίζει ότι η αντιμετώπιση της διαφθοράς δεν έχει επιτυγχανθεί και προσθέτει, επίσης, ότι οι έρευνες αποκάλυψαν στοιχεία για διεφθαρμένους δημοσίους υπαλλήλους και τοπικά πολιτικά στελέχη.

Η αντιμετώπιση όμως τέτοιων φαινομένων δεν μπορεί να γίνει με οριζόντιες ρυθμίσεις , όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν υψηλόβαθμα στελέχη διεθνών εταιρειών που έχουν βάλει την Ελλάδα στο ραντάρ των επιλογών τους και σχεδιάζουν σημαντικές επενδύσεις στον τουρισμό. Όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά, ενέργειες όπως η οριζόντια αναστολή οικοδομικών αδειών, ακόμα και για ανακαίνιση υφισταμένων κτιρίων, ή η άνευ λόγου αυστηροποίηση πολεοδομικών σχεδιασμών αποτελούν μάλλον πρόσκομμα για την πραγματοποίηση επενδύσεων. 

Δεν φτάνει το «ήλιος - θάλασσα»

Μελέτες ειδημόνων, όπως για παράδειγμα του εξειδικευμένου τμήματος Τουρισμού του Πανεπιστημίου Πειραιά, αναφέρουν ότι είναι πολύ σημαντικό να διαμορφώσει η Ελλάδα μια νέα στρατηγική για τον τουρισμό η οποία θα αναβαθμίσει τα ποιοτικά στοιχεία των παρεχόμενων υπηρεσιών. Η έμφαση, τονίζουν, πρέπει να δοθεί στον τουρισμό υψηλής αξίας, ο οποίος προσφέρει τη δυνατότητα προσέλκυσης επισκεπτών με υψηλό εισόδημα, χωρίς να επιβαρύνει παραπάνω τις υποδομές. 

Βεβαίως, χρειάζονται επενδύσεις. Κάποιες από αυτές βλέπουμε ήδη να υλοποιούνται σε ορισμένες περιοχές της χώρας, όπως είναι για παράδειγμα το παραλιακό μέτωπο της Αττικής. Όμως δεν επαρκούν αν θέλουμε η χώρα να αναπτύξει μια τουριστική βιομηχανία υψηλής αξίας, η οποία θα είναι όσο το δυνατόν προστατευμένη από αστάθμητους παράγοντες, θα παράγει αξία για την εθνική οικονομία και θα λειτουργεί με σεβασμό προς το περιβάλλον και τις υφιστάμενες υποδομές.

Είναι αναγκαίο, αναφέρουν οι μελετητές, να δοθεί προτεραιότητα σε μονάδες φιλοξενίας που λαμβάνουν υπόψιν την ομαλή ενσωμάτωσή τους με το περιβάλλον και με υποστηρικτικές εγκαταστάσεις όπως για παράδειγμα υποδομές βιολογικού καθαρισμού, αφαλάτωσης και στέγασης του προσωπικού υπό αξιοπρεπείς συνθήκες.

Οι ίδιες αναλύσεις τονίζουν ότι αυτή η νέα στρατηγική δεν σημαίνει τη διαγραφή της Ελλάδας από τον χάρτη των διακοπών του μέσου Ευρωπαίου. Είναι όμως απαραίτητο να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις που θα κάνουν τη χώρα μας έναν προορισμό στον οποίο θα επιστρέφουν οι υψηλής αξίας επισκέπτες. Η κάμψη της Μυκόνου και της Σαντορίνης την περυσινή και τη φετινή χρονιά, είναι μια απτή απόδειξη για την ανάγκη υλοποίησης μιας γενναίας πολιτικής, που θα βάλει φρένο στην υποβάθμιση της εικόνας ελληνικών προορισμών οι οποίοι συμβάλουν στην αύξηση των εσόδων και την καλύτερη ισορροπία του ‘μπουκέτου’ υπηρεσιών που προσφέρει η Ελλάδα. 

Έρχονται αλλά δεν ξανάρχονται 

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα σήμερα είναι μεν ψηλά στη λίστα των προτιμήσεων όσων δεν έχουν έρθει ξανά στη χώρα, όμως υστερεί σημαντικά στους πιστούς επισκέπτες. 

Μόλις το 14% όσων ήρθαν φέτος στην Ελλάδα μας είχαν επισκεφθεί και στο παρελθόν, όταν στην Ισπανία το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει στο 22% σύμφωνα με τη μελέτη του European Travel Commission. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται στην περίπτωση της Μυκόνου, όπου όπως υποστηρίζουν τοπικοί παράγοντες, την τελευταία διετία παρατηρείται μείωση των επισκεπτών που έκαναν διακοπές στο νησί πάνω από δεκαετία. 

Για να φτάσουμε όμως στο ποσοστό της Ισπανίας, που δείχνει ότι έχει μια σίγουρη σταθερή «πελατεία» που ξεπερνά το ένα πέμπτο των συνολικών επισκεπτών της, απαιτείται στροφή σε έναν τουρισμό υψηλής ποιότητας και υψηλής αξίας και ο χρόνος που έχουμε στη διάθεσή μας δεν είναι άπειρος…