Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Το «παιχνίδι» είναι πολιτικό και ο προϋπολογισμός, το έλλειμμα και οι δημόσιες δαπάνες, αποτελούν απλώς την αφορμή για να καταφέρει ο απόλυτος σήμερα αρχηγός της «εξέγερσης των λαϊκιστών» Ματέο Σαλβίνι αυτό που δεν κατάφερε η Μαρίν Λε Πεν: να ανατρέψει την πολιτική τάξη στην Ευρώπη.
Την ερχόμενη Δευτέρα 15 Οκτωβρίου, η ιταλική κυβέρνηση θα καταθέσει προς έγκριση στην Κομισιόν το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2019. Αμέσως μετά ξεκινάει ο πρώτος γύρος των πραγματικών διαπραγματεύσεων αφού οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών θα έχουν λεπτομερή εικόνα για τα μέτρα που θα εφαρμοστούν, τον αντίκτυπο που αυτά θα έχουν στην οικονομία και τους στόχους για το έλλειμμα, την ανάπτυξη και το χρέος.
Μπορεί το έλλειμμα και οι κρατικές δαπάνες να βρίσκονται στο επίκεντρο των συζητήσεων για τον προϋπολογισμό, ωστόσο, η ένταση μεταξύ Ρώμης-Βρυξελλών κλιμακώνεται επικίνδυνα. Και όσο η φρασεολογία των Ιταλών περνάει σε άλλο επίπεδο, με τον Σαλβίνι να αποκαλεί εμμέσως αλκοολικό τον Γιούνκερ και πρόβλημα της Ευρώπης τον Μοσκοβισί, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι έχουμε να κάνουμε με μία πολιτική σύγκρουση που εξελίσσεται σε «εξέγερση».
Το αξιοσημείωτο είναι ότι ο πολιτικός χαρακτήρας της κόντρας αρχίζει να φαίνεται και στις αγορές. Οι επενδυτές σήμερα ανησυχούν περισσότερο για το πολιτικό ρίσκο, ήτοι τον κίνδυνο εξόδου της Ιταλίας από το ευρώ, παρά για τον κίνδυνο χρεοκοπίας, αφού η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης μπορεί να έχει πρόβλημα με το χρέος της αλλά διαθέτει ισχυρά θεμελιώδη και δύσκολα θα χάσει βραχυπρόθεσμα την πρόσβασή της στις αγορές.
Αυτό δείχνουν τα CDS (τα ασφάλιστρα κινδύνου όπως επικράτησε να λέγονται κατά την περίοδο της ελληνικής κρίσης), σύμφωνα με στοιχεία της εξειδικευμένης εταιρείας Calipso, τα οποία δημοσίευσε η ιταλική εφημερίδα Il sole 24 ore, η πιθανότητα ενός Italexit διαμορφώνεται σήμερα στο 23,8%, ενώ η πιθανότητα να οδηγηθεί η Ιταλία σε στάση πληρωμών δεν ξεπερνάει το 13,2%.
Σημειώνεται ότι από το 2014 δημιουργήθηκε και ένας δεύτερος τύπος CDS, εκτός αυτού που… μάθαμε για τα καλά όταν η Ελλάδα χρεοκοπούσε. Ο νέος τύπος ασφαλίζει στην ουσία τους επενδυτές όχι από τον κίνδυνο αθέτησης πληρωμών αλλά από τον κίνδυνο μετατροπής του χρέους σε άλλο νόμισμα. Το νέο CDS αντανακλά, λοιπόν, τους φόβους των επενδυτών για επιστροφή της Ιταλίας στη λιρέτα.
Κατά συνέπεια, η Ιταλία είναι μία χώρα με υπερβολικό χρέος και διαχειρίσιμα οικονομικά προβλήματα η οποία έχει αποφασίσει να φέρει τα πάνω κάτω στην Ευρώπη και έτσι θα πρέπει να αντιμετωπίζεται. Γιατί ήταν δεδομένο ότι κάποια στιγμή οι επενδυτές θα έδειχναν με τις διακυμάνσεις στις αγορές αν πείθονται ή όχι από τις βαρύγδουπες δηλώσεις του Σαλβίνι και του Ντι Μάιο για παραμονή της Ιταλίας στο ευρώ.
Την ίδια ώρα, όσο οι αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και τα spreads ξεπερνούν τις 300 μονάδες βάσης (304 μ.β. χθες), τόσο αυξάνονται οι φόβοι μιας τραπεζικής κρίσης. Πόσο μάλλον όταν ο Μάριο Ντράγκι έχει διαμηνύσει ότι τα σχέδια της ΕΚΤ για οριστική παύση του QE στο τέλος του χρόνου δεν αλλάζουν εξαιτίας της κόντρας της ιταλικής κυβέρνησης με τις Βρυξέλλες για τον προϋπολογισμό. Αυτό σημαίνει ότι ο μεγάλος αγοραστής ιταλικών ομολόγων θα βγει από την αγορά γεγονός που σε συνδυασμό με την ευρύτερη τάση σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής θα οδηγήσει σε νέα άνοδο τις αποδόσεις.
Τα επιτόκια δανεισμού για τις ιταλικές επιχειρήσεις θα αυξηθούν και οι τράπεζες θα κλείσουν τις κάνουλες και θα δεχθούν ισχυρές πιέσεις στην κεφαλαιακή τους βάση. Στην περίπτωση που η ένταση συνεχίσει να κλιμακώνεται όσο πλησιάζουμε στις ευρωεκλογές του Μαΐου κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι θα αποφευχθεί κάποιο «ατύχημα» στην Ιταλία.
Αν πρόκειται για τραπεζικό ατύχημα, όπως για παράδειγμα η Banca Carige, η οποία πολύ δύσκολα θα διασωθεί, τότε ακόμη και αν οι φόβοι των επενδυτών για έξοδο της Ιταλίας από το ευρώ δεν επιβεβαιωθούν, ακόμη και αν η ιταλική κυβέρνηση με κάποιο μαγικό τρόπο συμμορφωθεί με τις επιταγές της Κομισιόν, η ζημιά θα έχει ήδη γίνει για μία οικονομία που όλοι προβλέπουν ότι θα σέρνεται τα επόμενα χρόνια με ρυθμούς ανάπτυξης που μετά βίας θα φτάνουν το 1,5%.