«Θα δαπανήσουμε, σε συμφωνία με την Κομισιόν, τα επόμενα τέσσερα χρόνια 4 δισ. ευρώ επιπλέον, φτάνοντας στο σύνολο της τετραετίας τα 13,8 δισ. ευρώ». Αυτό δηλώνει σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, επισημαίνοντας ότι το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης των δαπανών αυτών θα κατευθυνθεί σε λειτουργικές δαπάνες του Δημοσίου (μεταξύ άλλων, αύξηση των δαπανών για την Υγεία και την Παιδεία), στις συντάξεις (όχι μόνο στις αυξήσεις των συντάξεων, αλλά και στους επιπλέον συνταξιούχους που θα βγαίνουν στη σύνταξη) και επίσης στην αύξηση των αμυντικών δαπανών.
Παράλληλα δε, προσθέτει ότι ένα σημαντικό μέρος των δαπανών τα επόμενα χρόνια θα πάνε και σε άλλες παρεμβάσεις, οι οποίες για το 2025 τουλάχιστον εξειδικεύθηκαν από τον πρωθυπουργό στη ΔΕΘ, καθώς και σε μία πιο στοχευμένη για τους ευάλωτους πολίτες κοινωνική πολιτική.
Επίσης, ο υπουργός τονίζει ότι εάν υπάρξει η προβλεπόμενη σημαντική πρόοδος στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής (σ.σ. στο Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο εκτιμάται μία αύξηση των κρατικών εσόδων της τάξεως των 2,5 δισ. ευρώ ετησίως), τότε, χωρίς να δημιουργηθεί κανένα θέμα ως προς τα ελλείμματα, θα καταστεί εφικτό να υπάρξουν νέες μειώσεις φόρων.
Ενώ, ερωτηθείς για τη δυσαρέσκεια των πολιτών για το θέμα της ακρίβειας, απαντά ότι «εάν δεν έχουμε κάποιες μεγάλες αναταράξεις λόγω της Μέσης Ανατολής τώρα ή κάποιου άλλου απρόβλεπτου γεγονότος, οι εξελίξεις στην αγορά δείχνουν ότι το πράγμα πάει σε αποκλιμάκωση».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών στο ΑΠΕ- ΜΠΕ
Ερ: Παρουσιάσατε πριν από λίγες μέρες το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Διαρθρωτικό Πρόγραμμα 2025- 2028. Τι σηματοδοτεί για την οικονομική πολιτική που θα εφαρμοστεί τα επόμενα χρόνια;
Απ: Το νέο Μεσοπρόθεσμο αποτυπώνει την εφαρμογή μίας οικονομικής πολιτικής η οποία, συνδυάζοντας τη δημοσιονομική σταθερότητα με μία φιλοεπενδυτική προσέγγιση, θα συνεχίσει να ανεβάζει την Ελλάδα ψηλότερα. Στηρίζουμε την ανάπτυξη δηλαδή, ώστε να μειωθεί περαιτέρω το δημόσιο χρέος και να αυξηθούν παραπάνω τα εισοδήματα.
Τι θα συμβεί συγκεκριμένα έως το 2028; Πρώτον, θα έχουμε μία πολύ σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους (από το 207% του ΑΕΠ το 2020 στο 133,4% του ΑΕΠ το 2028), με αποτέλεσμα μετά από πολλά χρόνια να μην είμαστε πλέον η χώρα της ΕΕ με το υψηλότερο λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Δεύτερον, το ΑΕΠ θα συνεχίσει να αυξάνεται με ρυθμούς από τους υψηλότερους στην ΕΕ, ώστε να φτάσει στα 272 δισ. ευρώ. Τρίτον, η ανεργία θα συνεχίσει να μειώνεται, ώστε να φτάσει τα προ κρίσης επίπεδα του 8,5%. Τέταρτον, οι μισθοί θα συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία: ο κατώτατος από 650 ευρώ το 2019 θα πάει στα 950 ευρώ και ο μέσος μισθός από τα 1.046 ευρώ θα πάει στα 1.500 ευρώ.
Κάποιοι μπορεί να υποσχέθηκαν στους πολίτες τα πάντα. Οι Έλληνες όμως επέλεξαν τη Νέα Δημοκρατία, η οποία μπορεί να μην υποσχέθηκε θαύματα, υλοποιεί όμως, όσα υποσχέθηκε. Γι' αυτό και μόνο η κυβέρνηση Μητσοτάκη μπορεί να εγγυηθεί ότι η χώρα σταθερά και αποφασιστικά θα συνεχίσει να πλησιάζει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο καλύπτοντας το χαμένο έδαφος της κρίσης. Να εγγυηθεί δηλαδή, ότι τα εισοδήματα και η καθημερινότητα των Ελλήνων διαρκώς θα βελτιώνονται!
Ερ: Ωστόσο τα κόμματα της αντιπολίτευσης σας ασκούν σκληρή κριτική λέγοντας ότι είναι αντιλαϊκό, ότι του λείπει το στρατηγικό όραμα κοκ. Τι απαντάτε;
Απ: Η αντιπολίτευση τίποτα δεν έχει διδαχθεί από τη δεκαετή οικονομική κρίση που πέρασε η πατρίδα μας. Συνεχίζει να μιλάει σαν να φύονται στην χώρα μας «λεφτόδεντρα» ή σαν να είμαστε η μόνη χώρα στην ΕΕ την οποία δεν αφορούν οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες. Το ότι πολιτεύονται με αυτόν τον τρόπο, προφανώς και δεν είναι άσχετο με τη θέση που τους έχουν επανειλημμένα δώσει οι πολίτες σε μία σειρά εκλογικών αναμετρήσεων. Φυσικά, μπορούν να λένε ό,τι θέλουν και να εκτίθενται γι' αυτά.
Ούτε εγώ, όμως, και φυσικά ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχουμε καμία διάθεση να μπούμε σε διαγωνισμό λαϊκισμού μαζί τους. Επιλέγουμε να συνεχίσουμε να εφαρμόζουμε ένα μείγμα οικονομικής πολιτικής, το οποίο συνδυάζει τη δημοσιονομική σοβαρότητα με την ανάπτυξη και την αύξηση των εισοδημάτων των Ελλήνων, φέρνοντας την Ελλάδα σταθερά πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπως αποτυπώνεται και στο Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο που παρουσιάσαμε.
Ερ: Πάντως αναθεωρήσατε προς τα κάτω τις προβλέψεις για την ανάπτυξη και η αντιπολίτευση κάνει λόγο για αναιμική ανάπτυξη...
Απ: Αυτό έχει να κάνει με τη φύση των Μεσοπρόθεσμων Προγραμμάτων για όλες τις χώρες- μέλη της ΕΕ, που βασίζονται σε μια μεθοδολογία η οποία λαμβάνει υπόψη τα πιο δυσμενή σενάρια, ώστε να διασφαλίζεται ότι σε κάθε περίπτωση οι δημοσιονομικοί στόχοι θα επιτευχθούν. Γι' αυτό, για παράδειγμα, η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις προβλέψεις της για το 2025 μιλάει για ανάπτυξη 2,3% για την Ελλάδα, ενώ το μοντέλο του Μεσοπρόθεσμου μιλάει για 1,8%. Επίσης για το 2026, που είναι η χρονιά που θα πέσουν τα περισσότερα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης στην οικονομία, το μοντέλο προβλέπει ανάπτυξη 0,7%. Είναι προφανές ότι θα τα πάμε σημαντικά καλύτερα από αυτό. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι διεθνείς οργανισμοί και τράπεζες προβλέπουν πολύ ισχυρότερη ανάπτυξη για την Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, όπως η UBS που μιλάει για 3% το 2025.
Εν πάση περιπτώσει, αυτό που έχει σημασία για τους πολίτες που θέλουν υψηλότερα εισοδήματα, είναι ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να ανήκει στις χώρες με τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην ΕΕ. Και αυτός είναι ο μόνος τρόπος ώστε το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων να συνεχίζει να πλησιάζει τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Το είπαμε και το επαναλαμβάνουμε ότι θα πάμε καλύτερα και από τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου!
Ερ: Άρα υπάρχει η δυνατότητα για παροχές με βάση την καλή πορεία της οικονομίας;
Απ: Σε συμφωνία με την ΕΕ πετύχαμε μεγαλύτερη αύξηση των δαπανών για τα επόμενα χρόνια σε σχέση με τις αρχικές προτάσεις της Κομισιόν. Θα δαπανήσουμε δηλαδή τα επόμενα τέσσερα χρόνια 4 δισ. ευρώ επιπλέον, φτάνοντας στο σύνολο της τετραετίας τα 13,8 δισ. ευρώ. Και το πετύχαμε να πείσουμε την Κομισιόν, λόγω, μεταξύ άλλων, της υπεραπόδοσης του προϋπολογισμού το 2024, και της παράλληλης επιστροφής της ευρωπαϊκής εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, η οποία δεν ενδίδει πλέον στους πειρασμούς του λαϊκισμού.
Τώρα, το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης των δαπανών αυτών θα κατευθυνθεί σε λειτουργικές δαπάνες του Δημοσίου (μεταξύ άλλων, αύξηση των δαπανών για την Υγεία και την Παιδεία), στις συντάξεις (όχι μόνο στις αυξήσεις των συντάξεων, αλλά και στους παραπάνω συνταξιούχους που θα βγαίνουν στη σύνταξη) και επίσης στην αύξηση των αμυντικών δαπανών (Rafale, F35, φρεγάτες Belharra). Τα σημειώνω αυτά, διότι υπάρχουν ορισμένοι που νομίζουν ότι κρατάμε χρήματα στην άκρη από καπρίτσιο. Τα επιπλέον χρήματα όμως κάπου πάνε!
Εκτός όσων ανέφερα, όμως, ένα σημαντικό μέρος των δαπανών τα επόμενα χρόνια θα πάνε και σε άλλες παρεμβάσεις, οι οποίες για το 2025 τουλάχιστον εξειδικεύθηκαν από τον πρωθυπουργό στη ΔΕΘ, όπως η νέα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, η μονιμοποίηση της επιστροφής του ΕΦΚ στους αγρότες, οι αυξήσεις των μισθών των Δημοσίων Υπαλλήλων, καθώς και σε μία πιο στοχευμένη για τους ευάλωτους συμπολίτες μας κοινωνική πολιτική.
Ερ: Ωστόσο, με δεδομένους τους ευρωπαϊκούς περιορισμούς που μπαίνουν στις δαπάνες του προϋπολογισμού τα επόμενα χρόνια, και τις αυξημένες ανάγκες για συντάξεις και άμυνα για τις οποίες μιλάτε, φαίνεται ότι εκ των πραγμάτων μειώνονται τα περιθώρια κινήσεων της κυβέρνησης. Μπορούν να περιμένουν κάτι παραπάνω οι πολίτες;
Απ: Ένας από τους βασικούς στόχους των νέων δημοσιονομικών κανόνων εκ των πραγμάτων είναι ο έλεγχος των ελλειμμάτων και τελικά του χρέους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ταυτόχρονα, όμως, για πρώτη φορά στην Ευρώπη θεσμοθετείται η δυνατότητα εφαρμογής της λεγόμενης «αντικυκλικής πολιτικής». Αυτό παρέχει τη δυνατότητα διατήρησης του ετήσιου ρυθμού αύξησης των δαπανών όχι μόνο σε περιόδους που η οικονομία πάει καλά, αλλά και σε περιόδους που μπορεί να μην πηγαίνει καλά, χρησιμοποιώντας το απόθεμα που μία οικονομία έχει δημιουργήσει στα προηγούμενα θετικά χρόνια.
Επιπλέον, όμως, αυτής της δυνατότητας, έχουμε δύο ακόμη ευελιξίες: Η πρώτη είναι η λεγόμενη «επισκόπηση των κρατικών δαπανών», για μια πιο ορθολογική κατανομή τους. Η δεύτερη ευελιξία είναι η προσπάθεια που κάνουμε για τη μείωση της φοροδιαφυγής. Ήδη, χάρη στις 11 πρωτοβουλίες που βρίσκονται σε εξέλιξη, αυξάνονται οι εισπράξεις φόρων. Και υπολογίζουμε ότι, χάρη στην προσπάθεια που κάνουμε για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής έως το 2027, θα έχουμε μία αύξηση των κρατικών εσόδων της τάξεως των 2,5 δισ. ευρώ ετησίως. Αυτό είναι πρώτιστα ένα μήνυμα ενάντια στην κοινωνική αδικία. Έχει όμως και μία επιπλέον χρησιμότητα. Αν όντως έχουμε αυτή την πρόοδο, τότε χωρίς να δημιουργηθεί κανένα θέμα ως προς τα ελλείμματα, θα μπορέσουμε να προβούμε σε νέες μειώσεις φόρων!
Ερ: Στόχος του Μεσοπρόθεσμου είναι να μειωθεί σημαντικά το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, όπως είπατε. Ωστόσο συζητείται η αλλαγή αποτύπωσης του χρέους, η οποία αφορά και στους αναβαλλόμενους τόκους από τα δάνεια του δεύτερου μνημονίου. Αυτό δεν θα επηρεάσει τους στόχους μας;
Απ: Θέλω κατ' αρχάς να υπογραμμίσω ότι όλοι οι διεθνείς οργανισμοί μιλούν με πολύ θετικά λόγια για την πρόοδο που σημειώνουμε στη μείωση του χρέους. Με την οποία στέλνουμε ένα μήνυμα αξιοπιστίας. Διότι τελικά, η μεγάλη κρίση της περασμένης δεκαετίας, σε μεγάλο βαθμό συνδεόταν με το πολύ υψηλό χρέος της χώρας. Το οποίο φυσικά λειτουργούσε ως «σκιάχτρο» για τους επενδυτές. Αντίθετα, η μείωση του χρέους είναι «διαβατήριο» για να γίνουν επενδύσεις στην Ελλάδα και να ανοίξουν νέες και καλές δουλειές. Είναι κάτι που αφορά άμεσα στην καθημερινότητα του μέσου Έλληνα.
Τώρα, σε σχέση την αλλαγή αποτύπωσης του χρέους, αυτή είναι καθαρώς λογιστική και δεν αλλάζει τίποτα στην ουσία του. Μιλάμε για το ίδιο χρέος. Η διαφορά είναι το «άπλωμα» του χρέους μέσα στα χρόνια. Υπάρχει, άλλωστε, σχετική πρόβλεψη στους ίδιους τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ. Το γνωρίζουν αυτό και οι οίκοι αξιολόγησης οι οποίοι συνεχίζουν να μιλούν ιδιαιτέρως θετικά για την ελληνική οικονομία. Μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι, ακριβώς επειδή πάει καλά η οικονομία, για μία ακόμη φορά θα ξεπληρώσουμε πρόωρα στο τέλος της χρονιάς, 8 δισ. ευρώ από τα λεγόμενα διμερή δάνεια του πρώτου μνημονίου. Στέλνουμε και με αυτόν τον τρόπο ένα ακόμη μήνυμα εμπιστοσύνης για την ελληνική οικονομία, το οποίο επηρεάζει θετικά την πορεία του χρέους.
Ερ: Η κυβέρνηση παρουσιάζει ένα success story για την οικονομία. Ωστόσο δεν είναι όλοι οι οικονομικοί δείκτες το ίδιο. Για παράδειγμα ο δείκτης της Eurostat για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μας εμφανίζει μόλις πάνω από την Βουλγαρία...
Απ: Το συγκεκριμένο αφήγημα το καταρρίπτει η κοινή πείρα, όταν ταξιδεύουμε για παράδειγμα σε άλλες χώρες της ΕΕ. Ωστόσο, εάν δούμε και τον πίνακα της ίδιας της Eurostat για την καταναλωτική δύναμη- που λαμβάνει υπόψη τα πόσα ξοδεύουμε εν μέσω πληθωρισμού, θα δείτε ότι η χώρα προφανώς δεν είναι πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά δεν είναι και εκεί που κάποιοι θέλουν να την παρουσιάσουν. Διότι είμαστε, ως προς την καταναλωτική δύναμη πάνω από την Κροατία, την Εσθονία, τη Λετονία, τη Σλοβακία, τη Βουλγαρία και την Ουγγαρία. Αλλά και εάν πάμε για παράδειγμα στον κατώτατο μισθό που αφορά σε πολλούς συμπολίτες μας και πρέπει να μας ενδιαφέρει, καθώς μιλάμε για το κατώτατο εισοδηματικό κατώφλι, η Ελλάδα είναι 11η στις 22 χώρες που έχουν κατώτατο μισθό, και 12η εάν ληφθεί υπόψη η αγοραστική δύναμη.
Αυτό που ηθελημένα ή αθέλητα ξεχνούν όσοι προσπαθούν να παρουσιάσουν την Ελλάδα ως την κάποια δήθεν τριτοκοσμική χώρα- αναρωτιέμαι, πόσοι το πιστεύουν αλήθεια αυτό- είναι ότι μεσολάβησε μία βαθιά δεκαετής κρίση. Εδώ ήμασταν όλοι και τη βιώσαμε. Δεν ισχυριζόμαστε ότι οι Έλληνες τρώνε σήμερα με «χρυσά κουτάλια». Αλλά ότι σταθερά το βιοτικό τους επίπεδο βελτιώνεται. Αυτό δείχνει και η πραγματική αύξηση των εισοδημάτων σε σχέση με το 2019 (δηλαδή, το εισόδημα που μένει στην τσέπη μετά την αφαίρεση της επίδρασης του πληθωρισμού), η οποία σύμφωνα με τη Eurostat είναι 7,7% στην Ελλάδα, όταν στην ΕΕ είναι 3,3%. Τι σημαίνει αυτό; Ότι «τρέχουμε» ταχύτερα από τον μέσο όρο της ΕΕ. Και όταν έχεις μείνει πίσω, μεγαλύτερη ακόμη σημασία από το πού ξεκινάς, έχει πόσο γρήγορα τρέχεις για να κλείσεις την απόσταση. Και εάν συνεχίσουμε με τις ίδιες ταχύτητες, η απόσταση που ακόμη μας χωρίζει από άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα έχει σε μερικά χρόνια μειωθεί σημαντικά!
Ερ: Πάντως σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις οι πολίτες δεν φαίνεται να συμμερίζονται την ικανοποίηση της κυβέρνησης για την οικονομία. Υπάρχει μεγάλη δυσαρέσκεια για την ακρίβεια και απαισιοδοξία για την οικονομική κατάσταση της χώρας...
Απ: Είναι λογικό και ανθρώπινο ο πολίτης να στέκεται περισσότερο στα προβλήματά του, παρά να ευγνωμονεί εμάς ή οποιονδήποτε άλλον για την πρόοδο στην οικονομία σε σχέση με πέντε χρόνια πριν. Έχω, όμως, και εγώ, και λόγω της θέσης μου ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, υποχρέωση να παρουσιάσω την κατάσταση στην οικονομία. Σε καμία περίπτωση δεν αγνοούμε το πρόβλημα της ακρίβειας. Έχουμε πει πολλές φορές ότι αυτό είναι το Νο1 θέμα σήμερα για την ελληνική κοινωνία.
Ωστόσο, εάν δεν έχουμε κάποιες μεγάλες αναταράξεις λόγω της Μέσης Ανατολής τώρα ή κάποιου άλλου απρόβλεπτου γεγονότος, οι εξελίξεις στην αγορά δείχνουν ότι το πράγμα πάει σε αποκλιμάκωση. Και η κυβέρνηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει το θέμα τόσο με αυξήσεις μισθών, όσο και με άλλες πολιτικές, όπως το «καλάθι του νοικοκυριού», οι καθαρές τιμές στα σούπερ μάρκετ, τα μεγάλα πρόστιμα για αισχροκέρδεια κ.λπ.
Ταυτόχρονα, οφείλω να σημειώσω ότι δεν εκλεγήκαμε πριν από πέντε χρόνια με την υπόσχεση ότι μόνοι εμείς σε όλο τον πλανήτη θα «διαγράψουμε» τις διεθνείς κρίσεις και η Ελλάδα θα τραβάει μόνη της το δικό της δρόμο, ενώ όλος ο κόσμος είχε να αντιμετωπίσει τον κορονοϊό, την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση, αλλά και τώρα την ένταση στη Μέση Ανατολή. Το σημαντικό είναι ότι, παρά τις κρίσεις: Έχουμε τους δεύτερους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην ΕΕ. Έχουν δημιουργηθεί 500.000 νέες θέσεις εργασίας σε μια χώρα 10 εκατομμυρίων. Ο κατώτατος μισθός έχει ανέβει κατά 27,7% (σημαντικά πάνω από τον πληθωρισμό), ενώ και συνολικά η πραγματική αύξηση των εισοδημάτων, όπως ανέφερα, τρέχει ταχύτερα από τον μέσο όρο της ΕΕ. Όλα αυτά τα κατορθώνουμε διότι εφαρμόζουμε το σωστό μείγμα οικονομικής πολιτικής. Και μόνο εάν συνεχίσουμε σε αυτό το μονοπάτι θα πετύχουμε τον στόχο που όλοι θέλουμε, δηλαδή, την πραγματική σύγκλιση της Ελλάδας με την Ευρώπη.
Ερ: Δηλώσατε μέσα στην εβδομάδα ότι ούτε εσείς ούτε κυρίως ο πρωθυπουργός θα «λερώσετε» το όνομα σας με λαϊκίστικες παρεκτροπές. Παρόλα αυτά υπάρχει γκρίνια και στο εσωτερικό του κόμματος σας, το είδαμε και με την ερώτηση των «11». Θα μπορέσει η κυβέρνηση και εσείς να παραμείνετε στην ίδια γραμμή εάν χειροτερέψουν και άλλο οι δημοσκοπήσεις;
Απ: Είμαστε στο μέσο της τετραετίας και είναι λογικό να υπάρχει και μια δημοσκοπική πίεση. Ταυτόχρονα, όμως, έχουμε το πλεονέκτημα της πολιτικής σταθερότητας, το οποίο συνδυαζόμενο με το σωστό μείγμα οικονομική πολιτικής, δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για επενδύσεις, και ανάπτυξη. Αυτή την ευνοϊκή συνθήκη οφείλουμε να την εκμεταλλευθούμε, προκειμένου να συνεχίσουμε να εφαρμόζουμε το πρόγραμμά μας. Οι πολίτες δεν θέλουν από εμάς να σταματήσουμε την προσπάθεια. Και, ακόμη περισσότερο, δεν θα μας συγχωρήσουν εάν κάνουμε πράγματα τα οποία θα μπορούσαν να ζημιώσουν ενδεχομένως, όχι μόνο την οικονομία, αλλά και την πατρίδα μας. Περάσαμε πολύ άσχημα την περασμένη δεκαετία και δεν νομίζω ότι κανείς το έχει ξεχάσει. Σίγουρα πάντως δεν το έχει ξεχάσει η κυβέρνηση, η οποία δεν πρόκειται να επιτρέψει στον εαυτό της να προβεί σε πρόσκαιρες λαϊκίστικες πολιτικές. Αντίθετα, είναι αποφασισμένη να διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού τις θυσίες που έχουν κάνει οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, συνεχίζοντας να εφαρμόζει μία υπεύθυνη, σοβαρή και αναπτυξιακή οικονομική πολιτική. Η μόνη φιλολαϊκή πολιτική είναι αυτή της σοβαρότητας και της εθνικής ευθύνης!
Ερ: Η κλιμάκωση της έντασης στη Μέση Ανατολή πόσο σας ανησυχεί; Μπορεί να ανατρέψει τις προβλέψεις σας για την ελληνική οικονομία; Πόσο οχυρωμένοι είμαστε σε μια μεγάλη και διαρκή άνοδο της τιμής του πετρελαίου;
Απ: Δεν υπάρχει κυβέρνηση στον κόσμο και ιδιαίτερα στην Ευρώπη που να μην ανησυχεί. Κανένας, ωστόσο, δεν μπορεί να κάνει ασφαλείς προβλέψεις. Το θέμα της Μέσης Ανατολής μας απασχολεί όλους με τις εξάρσεις και τις υφέσεις του εδώ και δεκαετίες. Και πέρυσι είχαν υπάρξει ανησυχίες για το πώς η όξυνση που ξεκίνησε θα επηρεάσει τις τιμές του πετρελαίου και των καυσίμων. Τελικά δεν υπήρξε κάποια σημαντική επίδραση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε ήσυχοι. Το αντίθετο.
Γι' αυτό παρακολουθούμε στενά την κατάσταση, τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και η ελληνική κυβέρνηση. Οι εξελίξεις πάντως αυτές είναι ένα ακόμη επιχείρημα κατά της λαϊκίστικης δημοσιονομικής ανευθυνότητας της αντιπολίτευσης. Και ένα επιχείρημα υπέρ του μείγματος οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζει η κυβέρνηση το οποίο συνδυάζοντας τη δημοσιονομική σοβαρότητα με τις αναπτυξιακές πολιτικές καθιστά την ελληνική οικονομία πιο ανθεκτική απέναντι στις διάφορες κρίσεις.
Ερ: Δηλώσατε ικανοποιημένος από το νέο placement στην Εθνική. Ωστόσο, η αντιπολίτευση σας κατηγορεί ότι βιαστήκατε να πουλήσετε τις μετοχές του Δημοσίου στις τράπεζες, με αποτέλεσμα το Δημόσιο να χάσει σημαντικά έσοδα...
Απ: Η αποκρατικοποίηση του 10% της Εθνικής Τράπεζας αποτελεί σημαντική επιτυχία για την ελληνική οικονομία. Ιδίως εάν συνυπολογιστεί το γεγονός ότι συνέπεσε με την όξυνση της κρίσης στη Μέση Ανατολή. Παρά την οποία, το ενδιαφέρον για αγορά μετοχών ήταν 12 φορές μεγαλύτερο από τις διαθέσιμες μετοχές. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στον διεθνή επενδυτικό χάρτη. Ότι οι διεθνείς επενδυτές βλέπουν τις ευκαιρίες ανάπτυξης που παρουσιάζει η πατρίδα μας. Και αυτό αφορά πρωτίστως στους πολίτες, διότι μέσω των επενδύσεων που γίνονται στη χώρα μας δημιουργούνται ευκαιρίες για νέες και καλύτερες θέσεις εργασίας.
Η επιτυχία είναι επίσης και μία υπενθύμιση ότι το τραπεζικό σύστημα-μετά τις αλλεπάλληλες ανακεφαλαιοποιήσεις της προηγούμενης δεκαετίας- είναι πλέον σήμερα υγιές. Διότι η αποκρατικοποίηση του 10% της Εθνικής Τράπεζας, μαζί με τις αποκρατικοποιήσεις των υπόλοιπων τριών συστημικών τραπεζών αποτελούν μέρος ενός πολύ επιτυχημένου προγράμματος 11 συνολικά αποκρατικοποιήσεων που ξεκίνησε μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2023, με έσοδα για το Δημόσιο τα οποία ξεπερνούν τα 7,8 δισ. ευρώ. Επιπλέον, όμως, των κρατικών εσόδων ακόμη πιο σημαντικό για την Ελλάδα και τους Έλληνες είναι το αναπτυξιακό μήνυμα που στέλνει η μηχανή της ελληνικής οικονομίας, η οποία έχει πλέον πάρει για τα καλά μπροστά!