Σε εσπευσμένα έκτακτα μέτρα προχώρησαν το τελευταίο 24ωρο η ελληνική κυβέρνηση σε συνεννόηση με την ΕΚΤ προκειμένου να αποσοβηθεί άμεσα ο κίνδυνος να δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα σε συστημικές τράπεζες. Στο πλαίσιο των τιτλοποιήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων ύψους δεκάδων δισ. ευρώ από το σύνολο των 32 δισ. που πρόκειται να ενταχθούν στον Ηρακλή ΙΙ, ζητήθηκε και συμφωνήθηκε η παρέμβαση της ΕΚΤ ώστε με νέα ρύθμιση να μην υπολογιστούν ζημιές οι οποίες θα επέτρεπαν την μετατροπή αναβαλλόμενου φόρου σε μετοχές υπέρ του δημοσίου με αποτέλεσμα την μερική κρατικοποίησή τους.
Πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές που μίλησαν με το Liberal επισήμαναν ότι υπήρξε μεγάλη κινητοποίηση τις τελευταίες ώρες από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, την ΤτΕ και την ΕΚΤ μετά από ενημέρωση που υπήρξε εκ μέρους τραπεζών ότι θα εμφανίσουν μεγάλες ζημιές στο εξάμηνο, με αποτέλεσμα να ενεργοποιηθεί ο νόμος της αναβαλλόμενης φορολογίας, εξέλιξη που θα οδηγούσε σε μετατροπή μετοχών των τραπεζών υπέρ του Δημοσίου.
Η λύση που συμφωνήθηκε εσπευσμένα ήταν να αλλάξει το πλαίσιο εφαρμογής του αναβαλλόμενου φόρου, καθώς με το νέο κύκλο τιτλοποιήσεων 32 δισ. ευρώ που προγραμματίζεται να υπαχθούν στο δεύτερο κύκλο του προγράμματος Ηρακλής, κάποιες τράπεζες δεν θα μπορούσαν να εκδώσουν ισολογισμό . Ωστόσο η ΕΚΤ, ενώ έδωσε την ευκαιρία στην κυβέρνηση και τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα άμεσα, στη νομική γνωμοδότησή της ζήτησε να δρομολογηθούν τελεσίδικες λύσεις για το θέμα του αναβαλλόμενου φόρου το αργότερο το 2022 σύμφωνα με ερμηνείες ειδικών.
Προηγήθηκε αίτημα στην PWC να υποβληθούν συγκεκριμένες προτάσεις για το πως θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Ο γόρδιος δεσμός λύθηκε προσωρινά με ρύθμιση που σύμφωνα με τις διαρροές του υπουργείου Οικονομικών επιτρέπει στις ελληνικές τράπεζες να μεταθέσουν χρονικά τον συμψηφισμό των ζημιών από τις αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις σε άλλη οικονομική χρήση στην οποία θα εμφανίζουν κέρδη. Η διαρροή του ΥΠΟΙΚ, όμως δείχνει πιο πολύ το ...τυράκι και όχι τη φάκα.
Πηγές με άριστη γνώση του προβλήματος τόνιζαν στο Liberal ότι η νέα αυτή ρύθμιση, φαινομενικά δείχνει να αντιμετωπίζει το πρόβλημα των αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων βραχυπρόθεσμα, καθώς απομακρύνεται χρονικά ο κίνδυνος έκδοσης νεών μετοχών υπέρ του Δημοσίου.
Δεν είναι, όμως, ακριβώς έτσι. Όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές στο Liberal, αυτό που επιτυγχάνεται είναι μεν να μην υπάρξει άμεση ενεργοποίηση του DTC που θα τίναζε τώρα στον αέρα την προσπάθεια εξυγίανσης των τραπεζών, αλλά κυβέρνηση και ΕΚΤ να κλωτσήσουν το ντενεκεδάκι κάποιους μήνες μπροστά μεταθέτοντας τις υποχρεώσεις στο άμεσο μέλλον.
Με την έκτακτη ρύθμιση και χωρίς ουσιώδεις παρεμβάσεις στο αναβαλλόμενο φόρο, αργά ή γρήγορα θα γίνει αντιληπτό ότι το πρόβλημα δεν λύνεται επί της ουσίας, αλλά μετατίθεται όλο και προς τα πίσω, με αποτέλεσμα να «σκάσει» σε μεταγενέστερο χρόνο.
Μπορεί η χθεσινή συμφωνία που το υπουργείο Οικονομικών και ειδικότερα ο υπεύθυνος επί των χρηματοπιστωτικών θεμάτων Γ. Ζαββός, να προβάλει ως «σωτήρια» για τις τράπεζες, στην ουσία όμως δημιουργεί περισσότερα προβλήματα στο μέλλον από όσα λύνει στο παρόν. Δόθηκε, μεν με παρέμβαση της ΕΚΤ μια λύση ώστε να μην ανακύψει άμεσο πρόβλημα, εντούτοις η ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος μετατέθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο.
Στη σχετική νομική γνωμοδότηση που έχει στη διάθεσή του το Liberal και πρόκειται να δημοσιευτεί, η ΕΚΤ αναφέρει ότι είναι μεγάλης σημασίας η αντιμετώπιση του αναβαλλόμενου φόρου και πρέπει να λυθεί «in the short and medium term» (στο κοντινό ή μεσοπρόθεσμο διάστημα). Εδώ ανακύπτει εκ των πραγμάτων το ερώτημα τι θα συμβεί αν τα κόκκινα δάνεια της πανδημίας τα οποία η ΤτΕ εξακολουθεί να υπολογίζει μεταξύ 8-10 δισ. ευρώ, θα καταστήσουν το πρόβλημα ακόμη πιο δυσεπίλυτο.
Τι αναφέρει η γνωμοδότηση της ΕΚΤ για τον αναβαλλόμενο φόρο
Για τους κινδύνους που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες αν δεν λυθεί το συντομότερο δυνατό το ζήτημα του αναβαλλόμενου φόρου (DTC), που αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο ποσοστό των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών, προειδοποιεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στη γνωμοδότηση που εξέδωσε για τις αλλαγές στο πλαίσιο εφαρμογής του DTC που προτάθηκαν από την ελληνική πλευρά, τονίζοντας στην ουσία ότι με τις εν λόγω αλλαγές το πρόβλημα μετατίθεται στο μέλλον.
Όπως σε θέση να γνωρίζει το liberal.gr, στη γνωμοδότησή της η ΕΚΤ προειδοποιεί ότι το πρόβλημα του ιδιαίτερα υψηλού ποσοστού αναβαλλόμενου φόρου στους δείκτες βασικών ιδίων κεφαλαίων (CET1) των ελληνικών τραπεζών, παραμένει και θα πρέπει να λυθεί το συντομότερο δυνατό. Η ΕΚΤ τονίζει ότι από τη στιγμή που δεν προβλέπεται περαιτέρω μείωση του αναβαλλόμενου φόρου μεσοπρόθεσμα, το ζήτημα συνεχίζει να αποτελεί σοβαρή εστία ανησυχίας για την εποπτική αρχή. Σημειώνει δε, ότι η τροπολογία που στην παρούσα φάση δίνει μία λύση, στην ουσία θα καθυστερήσει ακόμη περισσότερο τη μείωση του αναβαλλόμενου φόρου από τους ισολογισμούς των τραπεζών.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, ο προτεινόμενος νέος μηχανισμός απόσβεσης δεν αποκλείει τον κίνδυνο ότι σε 20 χρόνια ο αναβαλλόμενος φόρος δεν θα έχει απορροφηθεί πλήρως ή μερικώς. Γι’ αυτό το λόγο η ΕΚΤ ζητά από την συμβουλευτική αρχή να επανεξετάσει βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα το πλαίσιο του αναβαλλόμενου φόρου που ισχύει στην Ελλάδα για να υπάρξει μία πιο συνολική και δομική λύση. Ζητά επίσης να αξιολογηθεί η επίπτωση που μπορεί να έχει η έκτακτη διαγραφή του υφιστάμενου μη απορροφημένου αναβαλλόμενου φόρου στην κεφαλαιακή θέση των ελληνικών τραπεζών.
Επιπλέον, η ΕΚΤ προτείνει την αξιολόγηση των επιπτώσεων που θα έχουν οι αλλαγές που συμφωνήθηκαν για τους κινδύνους που προέρχονται από τους δεσμούς μεταξύ του ελληνικού τραπεζικού κλάδου και του ελληνικού δημοσίου, μεταξύ άλλων μέσω των επιπτώσεων των αλλαγών στη βιωσιμότητα του χρέους. Τέλος, θα πρέπει, σύμφωνα με την ΕΚΤ, να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις των αλλαγών σε ό,τι αφορά τα κίνητρα των ελληνικών τραπεζών να αντλήσουν κεφάλαια από τις αγορές.
Η ΕΚΤ εκτιμά ότι οι αλλαγές στο πλαίσιο εφαρμογής του αναβαλλόμενου φόρου θα πρέπει να ισχύσουν μόνο για τις αποσβέσεις του DTC που σχετίζονται με διαφορές που προκύπτουν από την 1η Ιανουαρίου 2021 και μετά, έτσι ώστε να μην υπάρξουν επηρεαστούν αποσβέσεις προηγούμενων ετών και οι επιπτώσεις στα κεφάλαια των τραπεζών να είναι από δω και πέρα.
Το ποιες λύσεις θα υιοθετηθούν στην πορεία, δηλαδή αν θα αρχίσουμε να μιλάμε για νέες αυξήσεις κεφαλαίου στις τράπεζες, υλοποίηση της πρότασης για δημιουργία Bad Bank, ανταλλαγή ομολόγων με discount όπως έχει προτείνει η PWC κ.λα, δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο.
Το μόνο βέβαιο είναι πως προς το παρόν απασφαλίστηκε η βόμβα του αναβαλλόμενου φόρου για τις τράπεζες που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μερική κρατικοποίηση, μετατέθηκε για το μέλλον, αλλά η πληγή παραμένει χαίνουσα και αν δεν το γνωρίζουν οι επενδυτές, μπορεί να βρεθούν προ δυσάρεστων εκπλήξεων στο μέλλον αν μείνουν μόνο στα κυβερνητικά non papers...