Καταλύτης για QE και χρέος ο κίνδυνος εκτροχιασμού των τραπεζών

Καταλύτης για QE και χρέος ο κίνδυνος εκτροχιασμού των τραπεζών

Του Βασίλη Γεώργα

Αν έχει μια ελπίδα η ελληνική κυβέρνηση να «κερδίσει» την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αυτή δεν οφείλεται ούτε στις «πρωτοβουλίες» της Α. Merkel ούτε στις επιτυχίες της οικονομικής πολιτικής, αλλά βρίσκεται στην ανησυχητική κατάσταση των ελληνικών τραπεζών που καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για την πρόσβασή τους στο QE το αργότερο μέχρι τον Μάιο.

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν στα χαρτοφυλάκια τους ένα σημαντικό ποσό κρατικών ομολόγων ύψους 5,5 δισ. ευρώ,  τα οποία ανάλογα με τις εξελίξεις τους επόμενους μήνες, μπορούν να αποδειχθούν είτε άνθρακας που θα κάψει τα κεφάλαιά τους, είτε ένας μικρός θησαυρός που θα τις βοηθήσει να ανακάμψουν και να αποφύγουν τα χειρότερα. Μαζί με τις πέντε-δέκα μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας οι οποίες έχουν καταστρώσει ήδη σχέδια έκδοσης μεγάλων ομολογιακών δανείων και περιμένουν τα επιτόκια να πέσουν και να βελτιωθεί το κλίμα ασκούν πιέσεις στην κυβέρνηση να «ξεμπερδέψει» με την αξιολόγηση για να μπορέσουν ξανά μετά το 2014, να βγουν στις διεθνείς αγορές και να δανειστούν φτηνά.

Ειδικά για τις τράπεζες, η ποσοτική χαλάρωση είναι κορυφαία προτεραιότητα. Και αυτό γιατί η ένταξη στο QE και η άνοδος των τιμών των ομολόγων που θα επιφέρει, θα είναι καταλυτική ώστε να εγγράψουν άμεσα σημαντικές υπεραξίες και ταυτόχρονα να αξιοποιήσουν την ποσοτική χαλάρωση για να αντλήσουν σημαντική ρευστότητα με χαμηλότερα επιτόκια. Αν η αξιολόγηση καθυστερήσει δραματικά ή δεν διαμορφωθούν προϋποθέσεις ένταξης των ομολόγων στο QE, η αντίθετη διαδρομή περαιτέρω πίεσης στα κρατικά ομόλογα και επιδείνωσης στα κόκκινα δάνεια, θα απελευθερώσουν ισχυρές πιέσεις στους ισολογισμούς τους και θα επαναφέρουν με δριμύτητα τα σενάρια νέας ανακεφαλαιοποίησης τα οποία ήδη καλλιεργεί στις εκθέσεις του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Αυτό το ξέρουν τόσο η κυβέρνηση όσο και οι δανειστές ενώ η «αγορά» είναι διατεθειμένη να το εκμεταλλευτεί προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση ενόψει των μεγάλων χρεολυσίων άνω των 7,4 δισ. ευρώ που ακολουθούν τον προσεχή Ιούλιο.

Η ραγδαία επιδείνωση του οικονομικού κλίματος λόγω της αβεβαιότητας για την τροπή της 2ης αξιολόγησης έχει ήδη αρχίσει να αποτυπώνεται στις εκροές καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα, στη διακοπή της ροής επιστροφής «νέου χρήματος» στα γκισέ και στην εκ νέου επιδείνωση των κόκκινων δανείων. Οι επιπτώσεις αυτές ηχούν πλέον ως συναγερμός τόσο προς την ΕΚΤ όσο και προς τις μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης που δεν θα ήθελαν να βρεθούν μπροστά σε αναζωπύρωση της τραπεζικής κρίσης στην Ελλάδα ενόσω η Γαλλία και η Γερμανία θα βρίσκονται σε τροχιά εκλογών.

Ο προβληματισμός αυτός διατυπώθηκε ηχηρώς την Τρίτη στον πρωθυπουργό από τους εκπροσώπους των τραπεζών με τους οποίους συναντήθηκε, ενώ στους ίδιους μεταφέρθηκε η εκτίμηση της κυβέρνησης ότι βρίσκονται σε εξέλιξη πρωτοβουλίες από την ΕΚΤ και το Βερολίνο προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος της ποσοτικής χαλάρωσης ταυτόχρονα με την ολοκλήρωση της τεχνικής συμφωνίας με τους δανειστές μέσα στην άνοιξη.

Δεδομένου ότι η αποδοχή των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ προϋποθέτει την με -οποιοδήποτε τρόπο- θετική αξιολόγηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, ενδεχομένως τις επόμενες εβδομάδες να βρισκόμαστε πράγματι μπροστά σε αποφάσεις που θα οδηγούν στην αποσαφήνιση των μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων ελάφρυνσης του χρέους από την ευρωζώνη.

Τα μέτρα αυτά -που ως επί το πλείστον αφορούν στην επιμήκυνση του χρόνου λήξης μεγαλύτερου μέρους του χρέους, στο κλείδωμα χαμηλών επιτοκίων και στην επιστροφή μέρους των κερδών των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα (ANFA'S, SMP'S)- ενδεχομένως γίνουν κατά τι πιο συγκεκριμένα ως τον Μάιο εφόσον υπάρξει τελική συμφωνία με τους δανειστές, δεν αναμένεται ωστόσο σε καμία περίπτωση να τεθούν σε εφαρμογή πριν τον Αύγουστο του 2018, οπότε ολοκληρώνεται το τρίτο μνημόνιο.

Στο πλαίσιο αυτό της ανησυχίας που προκαλεί η απειλή μιας νέας αποσταθεροποίησης στο τραπεζικό σύστημα εντάσσονται και οι πληροφορίες για την «πρωτοβουλία Merkel» αναφορικά με την περιγραφή των μεσοπρόθεσμων μέτρων διευθέτησης του χρέους αμέσως μετά την αποδοχή του πακέτου των περικοπών στις συντάξεις και στο αφορολόγητου ύψους 3,6 δισ. ευρώ, προκειμένου να διευκολυνθεί η ΕΚΤ να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο QE. Δεν είναι σαφές αν αυτές οι πληροφορίες κατατείνουν πράγματι σε αλλαγή πολιτικής από το Βερολίνο που έχει ήδη αποδεχτεί ως προοπτική την περαιτέρω διευθέτηση του ελληνικού χρέους μετά το μνημόνιο, αξιοποιούνται ωστόσο για επικοινωνιακούς λόγους από όλες τις πλευρές.

Πηγές της ΕΚΤ εκτιμούν πως αυτή τη στιγμή η αδύναμη θέση που βρίσκεται το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και οι ανάγκες των συστημικών τραπεζών και μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων να ανακτήσουν εκ νέου την πρόσβαση στις αγορές για να αναχρηματοδοτήσουν τις ανάγκες τους με χαμηλότερα επιτόκια, δημιουργούν συνθήκες πίεσης προς όλες τις πλευρές ώστε να κλείσει η αξιολόγηση και να επιτραπεί η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων.

Το όφελος του QE για τις τράπεζες

Η δυναμική μείωσης των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων στην αγορά κάτω από τα επίπεδα του 7% όπου έχουν σκαρφαλώσει σήμερα λόγω της αβεβαιότητας, θα επιτρέψει στις 4 συστημικές τράπεζες να σημειώσουν λογιστικά κέρδη από τα χαρτοφυλάκια trading των ομολόγων τους που αποτιμώνται μέρα – μέρα (marked to mark). Παράλληλα θα διευκολύνει σημαντικά την αναχρηματοδότηση ομολόγων που λήγουν μέσα στους επόμενους μήνες,  όπως αυτό των 500 εκατ. ευρώ της Alpha Bank (1η Μαΐου 2017) καθώς και τη δρομολόγηση νέων εκδόσεων που βρίσκονται στα σκαριά τόσο από τράπεζες όσο και μεγάλες επιχειρήσεις με στόχο επιτόκιο κοντά στο 4-5%.

Ήδη σύμφωνα με εκτιμήσεις ξένων επενδυτικών τραπεζών, η άνοδος των τιμών των ομολόγων που  σημειώθηκε στο 4ο τρίμηνο του 2016 επέτρεψε στις τράπεζες να εγγράψουν κέρδη άνω των 210 εκατ. ευρώ, σημαντικό μέρος των οποίων, ωστόσο, εξαϋλώθηκε στο πρώτο τρίμηνο του 2017 λόγω της ανόδου των τιμών.

Σύμφωνα με στοιχεία της Goldman Sachs, οι ελληνικές τράπεζες διακρατούν ελληνικό χρέους ύψους 12,4 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου (6,9 δις. ευρώ) είναι έντοκα γραμμάτια ενώ άλλα 5,5 δις. ευρώ αντιστοιχούν σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. Από αυτά η έκθεση των ελληνικών τραπεζών σε ελληνικά κρατικά ομόλογα που αποτιμώνται σε τιμές ημερήσιας αγοράς και είναι διαθέσιμα προς πώληση (marked to market) στους ισολογισμούς τους είναι περίπου 3 δισ. ευρώ ή περίπου 1% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων τους.

Η Alpha Bank έχει 1,9 δισ. ευρώ σε ελληνικά ομόλογα το σύνολο των οποίων είναι καταχωρισμένο στο χαρτοφυλάκιο trading, η Πειραιώς έχει 400 εκατ. ευρώ που επίσης είναι όλο διαθέσιμο προς πώληση, η Eurobank έχει ελληνικά ομόλογα αξίας 1,7 δισ. ευρώ εκ των οποίων 700 εκατ. ευρώ προς πώληση, και η Εθνική κατέχει κρατικά ομόλογα 1,6 δισ. ευρώ.

Παρότι υπάρχουν σημαντικές επιμέρους διαφορές στην κατάταξη των ελληνικών ομολόγων ανά τράπεζα, η πλειονότητα, σύμφωνα με στοιχεία της Goldman Sachs,  διακρατείται με discount 70% στα χαρτοφυλάκια trading, κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για υπεραξίες στο μέλλον.