Έχουν περάσει κάμποσα χρόνια από τότε που το τραπεζικό γκισέ είχε κάποιο νόημα για τον καταθέτη. Στα χρόνια που πέρασαν από το 2011 έως και πέρυσι τα φαινόμενα των αρνητικών επιτοκίων σε καταθέσεις του ευρώ στο εξωτερικό έγιναν πιο έντονα ακόμα και για προθεσμιακές, με αποτέλεσμα η παραδοσιακή παροιμία της αποταμίευσης να παραφραστεί σε «Φασούλι το φασούλι αδειάζει το σακούλι».
Εσχάτως στις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες παρατηρείται αντιστροφή στην αρνητική πορεία των προσφερόμενων επιτοκίων καταθέσεων. Αν και τα επιτόκια για τους λογαριασμούς όψεως είναι ακόμα αρνητικά, θετικές αποδόσεις αρχίζουν να καταγράφονται σε βάθος τριμήνου σε πολλές Ευρωπαϊκές τράπεζες.
Η αιτία πίσω από αυτή την αντιστροφή είναι η αλλαγή πλεύσης της ΕΚΤ σε ότι αφορά το παρεμβατικό της επιτόκιο. Το κόστος χρήματος δεν ακρίβυνε μόνο επειδή η κεντρική τράπεζα αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό, αλλά επειδή αξιόγραφα από όλες τις βαθμίδες αξιολόγησης, εκδότες και διάρκειες είδαν το κόστος τους να ανεβαίνει.
Πλέον το σημείο αναφοράς της Ευρωζώνης, το γερμανικό ομόλογο, πληρώνει στη δεκαετία 0,98%. Το ίδιο ομόλογο τον Μάρτιο του 2020 είχε αρνητική ετήσια απόδοση 0,87% ενώ τον Ιούνιο του 2022 η απόδοση αυτή έφθασε αγοραία έως και το 1,93%. Άρα η τιμολόγηση του κόστους χρήματος δεν μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους ακόμα και εκδότες με την ανώτατη πιστοληπτική αξιολόγηση.
Για τις ελληνικές τράπεζες τα αρνητικά επιτόκια καταθέσεων δεν έγιναν ποτέ πράξη, στην Ελληνική τουλάχιστον επικράτεια. Με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος τα επιτόκια για τις καταθέσεις όψεως τον Μάιο υποχώρησαν στο χαμηλότερο σημείο όλων των εποχών, στις δύο μονάδες βάσης (0,02%) ενώ η προθεσμιακή κατάθεση ενός έτους έπεσε στις 12 μονάδες βάσης (0,12%).
Με βάση τα όσα συμβαίνουν στο εξωτερικό και με τις προσδοκίες που αναπτύσσονται για το κοντινό μέλλον βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής για το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από καταθέσεις. Το θετικό της υπόθεσης για τις ελληνικές τράπεζες είναι ότι το 90% των δανείων έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο, επομένως το κόστος θα μετακυλησθεί πιο άνετα προς τους δανειολήπτες ενώ οι τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να ασφαλίσουν μέρος της θέσης τους σε έντοκα γραμμάτια που πλέον έχουν θετικό επιτόκιο σε όλες τις λήξεις (3μηνο 0,2%, Εξάμηνο 0,45% και έτος 0,83%).
Επίσης οι ισολογισμοί των ελληνικών τραπεζών παραμένουν υπομοχλευμένοι με το λόγο δανείων προς καταθέσεις να βρίσκεται στο 68%. Υπό αυτό το πρίσμα το βήμα ανόδου των επιτοκίων στις Ελληνικές τράπεζες δεν πρόκειται να ακολουθήσει ρυθμούς άλλων εποχών αφού υπάρχει η προσφορά χρήματος από τη λιανική που θεωρείται επαρκής.
Το μόνο σίγουρο είναι πως ο Έλληνας επενδυτής μετά από χρόνια μηδενικών καταθετικών αποδόσεων θα αποκτήσει και την επιλογή της προθεσμιακής κατάθεσης. Το σακούλι μπορεί να μην γεμίσει με τον ρυθμό που γέμιζε στο παρελθόν ωστόσο κάποια απόδοση θα έχει.
Η εξέλιξη των προθεσμιακών καταθέσεων στην Ελλάδα (2002 – 2022)
Πηγή: Beta Χρηματιστηριακή