Photo by Reuters//Francois Lenoir
Του Βασίλη Γεώργα
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι αποφασισμένη να ανοίξει τις πόρτες της ποσοτικής χαλάρωσης στην Ελλάδα στις αρχές της επόμενης χρονιάς, ανεξάρτητα από το αν θα υπάρξει συμφωνία για το χρέος με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Θα είναι μια καθαρά πολιτική απόφαση με οικονομική αιτιολόγηση, η οποία έχει ήδη ληφθεί στο παρασκήνιο με σκοπό την στήριξη των ελληνικών τραπεζών, και θα βασιστεί πάνω στην ξεχωριστή έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που πρόκειται να διενεργήσει η Κεντρική Τράπεζα, ανεξάρτητα από το αντίστοιχο DSA του ΔΝΤ.
Ευχής έργον είναι μέχρι το τέλος του έτους να επιτευχθεί σύγκλιση προτάσεων μεταξύ ευρωπαίων και ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του χρέους. Ωστόσο, μπροστά στο σενάριο να πάει το τενεκεδάκι ακόμη παρακάτω, η Ευρωπαϊκή Ένωση προτίθεται να σηκώσει στις πλάτες της το βάρος για να δείξει ότι το ελληνικό πρόγραμμα «βγαίνει» και να εκδώσει πιστοποιητικό βιωσιμότητας για το ελληνικό χρέος, με βάση τον συνδυασμό των βραχυπρόθεσμων μέτρων που αναμένεται να αποφασιστούν στις 5 Δεκεμβρίου και των «μεσοπρόθεσμων» που αναμένεται να εξειδικευτούν στη συνέχεια.
Η έλευση εντός της εβδομάδας στην Αθήνα του μέλους του Δ.Σ. της ΕΚΤ, Benoit Coeure, καθώς και του επιτρόπου Pierre Moscovisi, έχουν ακριβώς αυτό το σκοπό. Να προετοιμάσουν το έδαφος για μια συμφωνία και να δείξουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στο σημείο που μπορεί να γυρίσει σελίδα.
Στήριξη στις τράπεζες
Η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE δεν θα είναι ένα «δώρο» για να διευκολυνθεί η κυβέρνηση Τσίπρα. Τα έμμεσα οφέλη για αυτή είναι προφανή, όμως στην προκειμένη περίπτωση η ΕΚΤ καλείται να παίξει το ρόλο του «τελευταίου καταφυγίου» για να προστατεύσει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και τις μεγάλες επιχειρήσεις από τον κίνδυνο να βρεθούν αντιμέτωπες με τις καταστροφικές συνέπειες που θα μπορούσε να προκαλέσει άλλη μια χρονιά πιστωτικής ασφυξίας και ανασφάλειας για το αύριο της χώρας.
Τα φιλόδοξα νούμερα του προϋπολογισμού για τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης δεν αρκούν για να δελεάσουν τους επενδυτές και να προσελκύσουν πίσω κεφάλαια και καταθέσεις.
Αν δεν υπάρξει εγκαίρως μέσα στο 2017 ένα καταλυτικό σήμα για να ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση στην οικονομία ενόψει της ολοκλήρωσης του τρίτου μνημονίου στα μέσα του 2018, οι ανησυχίες για την ανάγκη ενός τέταρτου προγράμματος θα επανέλθουν και μαζί τους θα αναζωπυρωθούν οι φόβοι μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης στις τράπεζες. Μόνο που αυτή τη φορά η τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση θα είναι καταστροφική για όλους γιατί θα γίνει με τους κανόνες του bail-in. Δηλαδή με «κούρεμα» των καταθέσεων.
Το σήμα αυτό μπορεί να το δώσει μόνο η ΕΚΤ αναλαμβάνοντας πρώτη μετά από πολύ καιρό να αγοράσει «ελληνικό ρίσκο». Ως εκ τούτου η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ αποτελεί μονόδρομο. Όχι για να αποσοβήσει πλήρως, αλλά τουλάχιστον για να απομακρύνει χρονικά τον κίνδυνο μιας νέας αποτυχίας στις τράπεζες και την οικονομία και να ανοίξει ένα μικρό παράθυρο ευκαιρίας για ανάκαμψη στην Ελλάδα.
Τα οφέλη για τις τράπεζες
Παρά τον περιορισμένο άμεσο οικονομικό αντίκτυπο που θα έχει το QE, καθώς δεν μπορούν να αγοραστούν πάνω από 4 δισ. ευρώ ελληνικών ομολόγων, η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, είναι αυτή τη στιγμή η μόνη εξέλιξη που θα μπορούσε να πυροδοτήσει ταχεία άνοδο των τιμών των ομολόγων και να ρίξει τα επιτόκια δανεισμού.
Η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές αποτελεί ακόμη μια πολύ μακρινή προοπτική. Οι τράπεζες, όμως, ποντάρουν πολλά στο QE για έναν πολύ σημαντικό λόγο: Εκτιμούν ότι θα είναι μια πολύ αποδοτική μέθοδος ώστε να ανέβουν σημαντικά οι τιμές των ομολόγων EFSF, ύψους 37 δισ. ευρώ, τα οποία διακρατούν στα χαρτοφυλάκιά τους, και έτσι θα μπορούν να τα πουλήσουν και να εγγράψουν υπεραξίες, ενισχύοντας τα κεφάλαιά τους. Ήδη από τον Απρίλιο και μετά τα ομόλογα EFSF εντάχθηκαν στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ μέχρι του 30% κάθε έκδοσης, ωστόσο οι τράπεζες δεν έχουν δικαίωμα να μεταφέρουν ομόλογα από το χαρτοφυλάκιο διακράτησης στο εμπορικό τους χαρτοφυλάκιο για να επωφεληθούν πλήρως. Το QE θα παράσχει τη δυνατότητα να εγγράψουν κέρδη, να ενισχύουν την κεφαλαιακή τους θέση και να περιορίσουν έτσι το ρίσκο μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης με πολύ χειρότερους όρους από τις προηγούμενες.
Η ποσοτική χαλάρωση, επίσης αποτελεί προϋπόθεση για την αναχρηματοδότηση με χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού των ίδιων των τραπεζών και των επιχειρήσεων από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Ελλείψει ρευστότητας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και με τα επιτόκια στις διεθνείς αγορές να παραμένουν σε απαγορευτικά επίπεδα, μόνο μια -έστω και τεχνητή- αποκλιμάκωση του ελληνικού ρίσκου όπως είχε γίνει και το 2014, μπορεί να ανοίξει το δρόμο στις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας να αντλήσουν φτηνότερα κεφάλαια από το εξωτερικό.
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Mario Draghi, έχει δείξει με πολλούς τρόπους ότι επιθυμεί την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ώστε να στηριχθεί η οικονομία και το τραπεζικό σύστημα, και να πάψει η Ελλάδα να είναι η μοναδική χώρα της ευρωζώνης σε κρίση που παραμένει εκτός. Εκτός QE βρίσκεται πλέον και η Κύπρος καθώς τα ομόλογά της δεν έχουν την απαιτούμενη πιστοληπτική διαβάθμιση. Όμως η γειτονική χώρα δεν χρειάζεται όσο η Ελλάδα το QE καθώς έχει βγει από το μνημόνιο και έχει ανακτήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Προϋπόθεση τα μεσοπρόθεσμα μέτρα
Τα ελληνικά ομόλογα δεν απαιτείται να έχουν υψηλό αξιόχρεο για να ενταχθούν στο QE καθώς η Ελλάδα βρίσκεται σε πρόγραμμα μέχρι το 2018.
Υπάρχουν, όμως τρεις άλλες προϋποθέσεις για να μπορέσει η ΕΚΤ να ανάψει το πράσινο φως. Η πιο σημαντική από αυτές, εφόσον ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση και επικυρωθεί από το Eurogroup, είναι να εξειδικευτούν με πιο ευκρινή τρόπο τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν για το χρέος μετά το 2018 και οι Ευρωπαίοι δανειστές να καταλήξουν σε μια συμφωνία με την Ελλάδα για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Ανεξάρτητα από το τι θα λέει στη δική του ανάλυση το ΔΝΤ, αυτό θα είναι το κλειδί που χρειάζεται να πάρει στα χέρια της η ΕΚΤ για να ανοίξει τις πόρτες της ποσοτικής χαλάρωσης στην Ελλάδα.