Του Απόστολου Σκουμπούρη
Σε διαδικασία ριζικής αναδιάρθρωσης έχει εισέλθει για τα καλά πλέον ο κλάδος της Υγείας στην Ελλάδα, ένας κλάδος νευραλγικός με ξεχωριστά χαρακτηριστικά και σημαντικό έργο. Καθ'' όλη τη διάρκεια του 2017 αλλά και του 2018 στον κλάδο των ιδιωτικών κλινικών παρατηρείται συγκέντρωση δυνάμεων αλλά και ενεργοποίηση αντανακλαστικών από ξένους και εγχώριους παίκτες.
Δεν είναι τυχαίο ότι το 2017 οι μετοχές του κλάδου υγείας στο ελληνικό χρηματιστήριο ήταν πρωταγωνίστριες των αποδόσεων. Ο τίτλος του ΙΑΣΩ την περασμένη χρονιά έκανε ράλι σε ποσοστό 290%, το Υγεία ενισχύθηκε κατά 279%, ενώ το Ιατρικό Αθηνών κέρδισε 143%.
Εξέλιξη – καταλύτης είναι ασφαλώς η δυναμική είσοδος στην εγχώρια αγορά, μέσω της εξαγοράς των νοσοκομείων Υγεία, Metropolitan και Ιασώ General, ενός μεγάλου διεθνούς επενδυτικού κεφαλαίου, του fund CVC Capital Partners.
Πρόκειται για έναν από τους ισχυρότερους επενδυτικούς οργανισμούς στον κόσμο, έχοντας υπό διαχείριση κεφάλαια που ξεπερνούν τα 80 δισ. δολάρια, παρουσία σε τρεις ηπείρους και 23 χώρες, αλλά και σημαντική εξειδίκευση στον κλάδο νοσοκομείων, ειδικά σε χώρες του ευρωπαϊκού νότου.
Όπως εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται, ο χώρος της ιδιωτικής νοσοκομειακής περίθαλψης αποδεικνύεται σε… Ελντοράντο για τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια, που πλέον εδώ και καιρό στρέφονται σε επιλογές της πραγματικής οικονομίας και σε κλάδους που έχουν ισχυρό μέλλον.
Αυτό το επενδυτικό ενδιαφέρον, όπως εκτιμούν άνθρωποι του κλάδου της υγείας, αναμένεται να οδηγήσει στη δημιουργία ισχυρότερων και πιο λειτουργικών νοσοκομειακών ιδρυμάτων, εξορθολογισμό κόστους, συνέργειες που θα επιφέρουν θετικά οφέλη στο σύστημα της περίθαλψης και κατά συνέπεια καλύτερες υπηρεσίες για πολίτες και ασθενείς.
Η κρίση και οι αναγκαίες επενδύσεις
Είναι δεδομένο πως ο κλάδος των νοσοκομείων και γενικότερα ο χώρος της υγείας βίωσε δύσκολες συνθήκες τα προηγούμενα χρόνια, ιδίως όσον αφορά στον δημόσιο τομέα. Όμως, οι σημαντικά περιορισμένοι προϋπολογισμοί για την περίθαλψη, η οικονομική κρίση, τα προβλήματα στα ασφαλιστικά Ταμεία, η λήψη μέτρων όπως το rebate ή το clawback, επηρέασαν και τα ιδιωτικά θεραπευτήρια.
Μολονότι τα τελευταία δύο – τρία χρόνια η κατάσταση σε έναν βαθμό κάπως σταθεροποιήθηκε, εντούτοις, αποτελεί κοινή πεποίθηση των ανθρώπων της αγοράς ότι ο κλάδος χρειάζεται νέα κεφάλαια που θα «θωρακίσουν» το υπάρχουν status quo και θα προσδώσουν νέα δυναμική.
Οι απαιτήσεις από το δημόσιο, για παράδειγμα, είναι σημαντικές, οι υποχρεώσεις των νοσοκομειακών ομίλων προς τις τράπεζες δεν υποχωρούν, νέες επενδύσεις έδειχναν αναγκαίες αλλά απουσίαζαν τα απαραίτητα κεφάλαια. Και όλα αυτά, παρ'' ότι τις δύο τελευταίες δεκαετίες καταγράφεται στροφή των πολιτών προς την ιδιωτική περίθαλψη και την ιδιωτική ασφάλιση με σκοπό την αναζήτηση καλύτερων υπηρεσιών.
Η έλευση του CVC και ο ανταγωνισμός
Σε έναν βαθμό, το κενό αυτό έρχεται να καλυφθεί, για την ώρα τουλάχιστον, από ξένες τοποθετήσεις, όπως αυτές του CVC. Tο συγκεκριμένο fund, μέχρι στιγμής έχει επενδύσει στην Ελλάδα σημαντικά κεφάλαια για την απόκτηση πλειοψηφικών ποσοστών σε νοσοκομεία (μαζί με την ανάληψη δανεικών υποχρεώσεων προς τις τράπεζες).
Υπενθυμίζεται ότι στις αρχές του 2017 εξαγόρασε το πλειοψηφικό πακέτο του νοσοκομείου Metropolitan, προς τα τέλη της περυσινής χρονιάς ανέλαβε τον έλεγχο του Ιασώ General, ενώ την 1η εβδομάδα του Ιουλίου ολοκλήρωσε την εξαγορά του μεριδίου της MIG (70,38%) προσφέροντας 0,95 ευρώ ανά μετοχή, και συνολικά 204,4 εκατ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι για την απόκτηση του Υγεία ενδιαφέρον έδειξε και ο όμιλος Αποστολόπουλου του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών σε συνεργασία με το αμερικανικό fund HIG, ένδειξη ότι και άλλα διεθνή funds βολιδοσκοπούν την εγχώρια αγορά αλλά και ότι αναμένεται να κορυφωθεί ο ανταγωνισμός για άλλες κλινικές.
Οι τοποθετήσεις του CVC γίνονται μέσω εταιρείας που έχει συσταθεί, της Hellenic Healthcare, στην οποία συμμετέχουν και οι κ.κ. Β. Θεοχαράκης και Δ. Σπυρίδης που αποτελούσαν βασικούς μετόχους και ιδρυτές του Metropolitan.
Κεφάλαια, εμπειρία και ανάσχεση του brain drain
Το CVC Capital Partners ιδρύθηκε το 1981, έχει έδρα το Λουξεμβούργο, παρουσία σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία, διαθέτοντας ένα ευρύ portfolio στον κλάδο της μέριμνας. Μάλιστα, έχει παρουσία σε περισσότερα από 25 νοσοκομεία σε χώρες του ευρωπαϊκού νότου και της ευρύτερης Μεσογείου όπως η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία.
Μπορεί το CVC να... φόβισε κάποιους με τη δυναμική που έδειξε τον τελευταίο ενάμιση χρόνο με τις επενδύσεις στην Ελλάδα, όμως η ουσία είναι ότι εισήλθαν «ζεστά» κεφάλαια στο χώρο, πέραν της εμπειρίας, της τεχνογνωσίας και της υψηλής εξειδίκευσης που διαθέτει.
Κανένας άλλος κλάδος στη χώρα μας δεν έχει ελκύσει σημαντικότερα κεφάλαια την τελευταία διετία, όσο ο χώρος της υγείας, κάτι που μαρτυρά την ελκυστικότητά του, αλλά και τα περιθώρια ανάπτυξης που έχει.
Παράλληλα, μια άλλη – εξαιρετικά σημαντική – πτυχή που βάζουν στελέχη του κλάδου, είναι πως η αναδιάταξη του τοπίου προς το καλύτερο δύναται να αποτελέσει σημείο... αντιστροφής του brain drain στον ευρύτερο χώρο της υγείας, προσφέροντας σταθερό πεδίο εξέλιξης στους νέους επιστήμονες. Άλλωστε, είναι γνωστή η... ελκυστικότητα των Ελλήνων επιστημόνων του κλάδου υγείας στο εξωτερικό, χιλιάδες εκ των οποίων διαπρέπουν ήδη διεθνώς.
Οι δαπάνες υγείας στην Ελλάδα
Ο κλάδος της ιδιωτικής υγείας στην Ελλάδα είναι ελκυστικός επιχειρηματικά, καθώς η χώρα μας παραμένει σταθερά πρώτη στην Ευρώπη σε δαπάνες των νοικοκυριών για ιδιωτική υγεία, ως ποσοστό του κατά κεφαλήν εισοδήματος, παρ' ότι στα χρόνια της κρίσης υπήρξε μείωση σε απόλυτες τιμές.
Παρ'' όλα αυτά, η βαθιά οικονομική κρίση των τελευταίων οκτώ – εννέα ετών, ίσως παραδόξως, ευνόησε τα ιδιωτικά νοσοκομεία, ενώ εξασθένησε το δημόσιο σύστημα του ΕΣΥ (και λόγω μνημονιακών των περικοπών).
Το σημαντικό για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο είναι ότι από το 2009 έχει αυξηθεί θεαματικά το ποσοστό δαπανών των νοικοκυριών για την υγεία, το οποίο κατευθύνεται σε νοσοκομειακή περίθαλψη.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που επεξεργάσθηκε το ΙΟΒΕ, το ποσοστό των δαπανών που κατευθύνονται σε νοσοκομειακή περίθαλψη έχει σχεδόν διπλασιασθεί από το 2009 ως και το 2015: από 17,5% ανήλθε σε 31,8%!