Του Γιώργου Φιντικάκη
Τις βάσεις για να προσελκύσει η χώρα επενδύσεις και να άρει τα εμπόδια που τους υψώνει η γραφειοκρατία, φιλοδοξεί να βάλει μέσα στο καλοκαίρι η κυβέρνηση.
Το αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο που θα φέρει σύντομα στη Βουλή, όπως είπε προ ημερών ο Άδωνις Γεωργιάδης, θα επιχειρεί να επιλύσει την δύσκολη εξίσωση της "αδειοδότησης επενδύσεων χωρίς γραφειοκρατία", στόχο όλων ανεξαιρέτως των ελληνικών κυβερνήσεων τις τελευταίες δεκαετίες, χωρίς φυσικά επιτυχία.
Με αυστηρές προθεσμίες για την αδειοδότηση νέων επενδυτικών σχεδίων, που όταν δεν τηρούνται, τότε η αρμοδιότητα θα μεταβιβάζεται στον αρμόδιο υφυπουργό, η νέα ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης θα προσπαθήσει να βάλει τέλος στις χρονοβόρες διαδικασίες και να διευκολύνει τις επενδύσεις που τόσο ανάγκη έχει η οικονομία.
Μέσα από παρεμβάσεις σαν αυτές, σε συνδυασμό με ανάλογη απλοποίηση των περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων από τον Κ. Χατζηδάκη, και τις επικείμενες μειώσεις φορολογίας που δρομολογεί από το 2020 ο Χρ. Σταϊκούρας, η κυβέρνηση φιλοδοξεί να προσελκύσει επενδύσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ελληνικό, συνεχείς οι συσκέψεις
Ταυτόχρονα με τα παραπάνω, θα τρέχει και η προσπάθεια της κυβέρνησης να ξεπαγώσει το Ελληνικό, για το οποίο οι συσκέψεις στο υπουργείο Ανάπτυξης & Επενδύσεων είναι συνεχείς, υπό τον Άδωνι Γεωργιάδη, και με συμμετοχή συναρμόδιων υπουργών και υπηρεσιακών παραγόντων.
Στόχος είναι να μπει μπροστά η επίλυση των εκκρεμών ζητημάτων, παρ'' ότι εκτιμάται ότι θα χρειασθούν ακόμη μήνες, προκειμένου να στηθούν εργοτάξια στην έκταση των 6.200 στρεμμάτων.
Το Ελληνικό μπορεί να αποτελεί το πλέον εμβληματικό ελληνικό έργο, προϋπολογισμού 8 δισ ευρώ, ωστόσο το στοίχημα της νέας κυβέρνησης είναι πολύ ευρύτερο.
Σύμφωνα με το προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ, ο τουρισμός και η ναυτιλία είναι σε θέση να προσελκύσουν 20-25 δισ ευρώ, ο πρωτογενής τομέας και η μεταποίηση τροφίμων 15-20 δισ, η ενέργεια και το περιβάλλον 9 δισ, ενώ η έρευνα, ενώ η τεχνολογική ανάπτυξη, η βιομηχανία, τα logistics, και οι συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα, επιπλέον 10 δισ ευρώ.
Ταυτόχρονα, μόνο από τις επενδύσεις σε υποδομές, το σχέδιο έκανε λόγο για δημιουργία 43.000 θέσεων εργασίας, στις οποίες θα μπορούσαν να προστεθούν άλλες 37.000 από τις επενδύσεις στον κατασκευαστικό κλάδο, εξαιτίας της μείωσης του ΕΝΦΙΑ, της αναβάθμισης του προγράμματος "χρυσή βίζα" και της αναστολής του φόρου υπεραξίας για μια τριετία.
Κλειδί οι γρήγορες άδειες
Είναι προφανές ότι ελάχιστα από τα παραπάνω θα μπορέσουν να τρέξουν αν πρώτα δεν επιλυθεί η εξίσωση της "αδειοδότησης επενδύσεων χωρίς γραφειοκρατία" , από την οποία εξαρτάται η επιτυχία αρκετών από τις προτεραιότητες του "μπλε φακέλου" που παρέλαβε ο Γεωργιάδης.
Τέτοιες είναι η βελτίωση του πλαισίου λειτουργίας των επιχειρηματικών πάρκων, η οποία δεν έχει κανένα νόημα αν δεν απλοποιηθεί η αδειοδοτική διαδικασία. Το ίδιο ισχύει ως προς την παροχή κινήτρων για νεοφυείς επιχειρήσεις (sturtups), όπως και για το διαδικτυακό one - stop-shop για διαδικασίες που αφορούν τις κρατικές υπηρεσίες.
Τα παραπάνω είναι ανάμεσα στα μέτρα που θα εμπεριέχει το πολυνομοσχέδιο Γεωργιάδη, δίχως να είναι σαφές αν σε αυτό θα συμπεριληφθεί και η 2η ευκαιρία για υπερχρεωμένες επιχειρήσεις με δημιουργία εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης και διαγραφής οφειλών.
Τα παραπάνω δεν αφορούν μόνο μεγάλες εμβληματικές επενδύσεις αλλά και τις πολλές δεκάδες μικρές και μεσαίες, και οι οποίες αθροίζουν πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.
Σημειωτέον ότι την τελευταία δεκαετία οι επενδύσεις στην Ελλάδα κατέρρευσαν σε ποσοστό πάνω από 65%.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι από 60 δισ. το 2007 (26% του ΑΕΠ), οι επενδύσεις έπεσαν σε 20,5 δισ. το 2018 (11,1% του ΑΕΠ), ενώ όσο για τις καθαρές (εκείνες δηλαδή μετά την αφαίρεση των αποσβέσεων) το αποτέλεσμα είναι αρνητικό από το 2011 και μετά.
Ειδικά οι άμεσες ξένες επενδύσεις, μπορεί πέρυσι να αυξήθηκαν, εντούτοις ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν σε ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα στην Ευρώπη (1,9% στην Ελλάδα, έναντι 3,5% περίπου στην Ε.Ε.). Σύμφωνα με τους οικονομολόγους, απαιτείται αύξηση των επενδύσεων κατά 15% ετησίως, ώστε, σε ορίζοντα πενταετίας, να κλείσει αυτό το επενδυτικό κενό.