Του Βασίλη Γεώργα
Από τις προτάσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, μόνο η Γερμανία -που δεν θέλει σκοτούρες στο κεφάλι της ενόψει των εκλογών του 2017- μπορεί να είναι ικανοποιημένη και να πανηγυρίζει. Η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να θυσιάσει τη στρατηγική της για αποτελεσματικότερη ελάφρυνση του χρέους προκειμένου να κερδίσει το αυτονόητο: δηλαδή την αποσύνδεση της ήδη καθυστερημένης αξιολόγησης από την διευθέτηση του χρέους ώστε να εκταμιεύσει «εγκαίρως» τα 5,7 δισ. ευρώ της δόσης και να μην τραβήξει η διαπραγμάτευση σε μάκρος.
Συντασσόμενη, όμως πλήρως, με τη θέση των ευρωπαίων δανειστών και παρουσιάζοντας το ΔΝΤ ως τον κακό της υπόθεσης -παρότι αυτό είναι που φαινομενικά επιδιώκει ουσιαστική ελάφρυνση των ελληνικών βαρών- απεμπόλησε το δικαίωμά της να διεκδικήσει κάτι καλύτερο στη διαπραγμάτευση που ξεκινά. «Κέρδισε», όμως, την ελπίδα ότι θα μπορούσε να οδηγήσει έστω και εμμέσως εκτός προγράμματος το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο δεν έχει ακόμη ξεκαθαριστεί αν θα συμφωνήσει να μετάσχει χρηματοδοτικά με ξεχωριστό μνημόνιο, ή θα παραμείνει σε ρόλο τεχνικού συμβούλου.
Οι τρεις επιλογές που έχει μπροστά του το ΔΝΤ είναι α) να διαφωνήσει στις προτάσεις των ευρωπαίων και να μην συμμετάσχει στο πρόγραμμα, β) να πιέσει στο μέλλον για μια λύση πιο κοντά στις δικές του θέσεις και γ) να κρύψει για άλλη μια φορά το κεφάλι του στην άμμο και να υιοθετήσει τις βασικές ευρωπαϊκές θέσεις για το χρέος με αντάλλαγμα τη διασφάλισή της βιωσιμότητας με πλήρη δημοσιονομικό έλεγχο και συνεχόμενα μέτρα.
Από το βράδυ της 9ης Μαΐου, ήδη, διαφάνηκε πως όποια λύση κι αν αποφασιστεί, θα κοστίσει πολύ ακριβά στους Έλληνες σε ότι αφορά τα πρόσθετα μέτρα που θα κληθούν να πληρώσουν (3% του ΑΕΠ, αυτόματος δημοσιονομικός κόφτης με πιθανές περικοπές μισθών - συντάξεων και πρόσθετους φόρους επιπλέον 3,6 δισ. ευρώ) και παράλληλα θα είναι ανεπαρκής για να δώσει τις ανάσες που χρειάζεται η οικονομία και να πείσει τις «αγορές» ότι τα δεδομένα βελτιώνονται. Κανείς δεν έχει πειστεί πως με τόσο αυστηρή δημοσιονομική συνταγή η Ελλάδα θα είναι σε θέση να παράγει διαρκεί πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ το χρόνο ώστε να μην χρειάζεται νέα ελάφρυνση χρέους στο άμεσο μέλλον και αυτό δεν λύνει το πρόβλημα, αλλά το επιμηκύνει.
Από σήμερα μέχρι το 2018, δηλαδή για το βραχυπρόθεσμο σκέλος της διευθέτησης του χρέους, δεν έχει να περιμένει κανείς πολλά. Η εκτίμηση των δανειστών είναι πως δεν χρειάζεται να γίνουν σημαντικές παρεμβάσεις στο χρέος για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και η συζήτηση εξαντλείται σε μέτρα όπως η μείωση των επιτοκίων εξυπηρέτησης ώστε να επιβαρύνεται λιγότερο ο προϋπολογισμός από τόκους.
Η σοβαρή διελκυστίνδα μεταξύ ΔΝΤ και ευρωπαϊκών θεσμών και ο κίνδυνος να προκύψουν λύσεις «Μίκυ Μάους» κατά τον χαρακτηρισμό που έχουν δώσει οι αξιωματούχοι του Ταμείου, για τα μέτρα που λαμβάνει η Ελλάδα, είναι για το μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο σκέλος της διευθέτησης του χρέους. Δηλαδή τόσο για την περίοδο μετά το 2022 που οι δαπάνες εξυπηρέτησης θα αυξηθούν κατακόρυφα, όσο και για τα επόμενα χρόνια σε βάθος 20ετίας.
Σύμφωνα με τις διαρροές που έχουν γίνει οι προτάσεις του ESM και των ευρωπαϊκών θεσμών συνίστανται στην επιμήκυνση της μέσης περιόδου ωρίμανσης των δανείων κατά 5 έτη (στα 37,5 χρόνια) όταν το ΔΝΤ προτείνει πολύ μεγαλύτερη χρονική επιμήκυνση, στη θέσπιση ανώτατου ορίου αποπληρωμής των δανείων στο 1% του ΑΕΠ έως το 2050 και στην επιβολή πλαφόν στο επιτόκιο που θα πληρώνει η Ελλάδα για τα δάνεια του EFSF ίσο με 2% έως το 2050. Μια παράλληλη πρόταση που βρίσκεται υπό συζήτηση είναι και η επαναγορά των δανείων του ΔΝΤ από τον ESM ώστε το συγκεκριμένο χρέος να αντικατασταθεί με δάνεια χαμηλότερου επιτοκίου και μεγαλύτερης διάρκειας καθώς και η δυνητική επιστροφή κερδών ύψους 8 δις. ευρώ από τις κεντρικές τράπεζες στην Ελλάδα.
Τα μέτρα αυτά δεν θεωρούνται επαρκή για να διασφαλιστεί μακροπρόθεσμα η βιωσιμότητα του χρέους χωρίς «κούρεμα», το οποίο σε κάθε περίπτωση έχει αποκλειστεί από την Ευρώπη.
Για μια ακόμη φορά το πρόβλημα είναι ότι οι υποθέσεις με βάση τις οποίες γίνονται οι προβολές στο μέλλον για να υπολογιστεί η βιωσιμότητα του χρέους, είναι υπερβολικά αισιόδοξες και στηρίζονται στην παραδοχή πως η οικονομία θα είναι έρμαιο της λιτότητας και θα αναπτύσσεται με περιορισμένους ρυθμούς (3,1% το 2018, 2,8% το 2019, 2,5% το 2020, 1,5% το 2025) θα μπορεί να δημιουργεί σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα άνω των 6 δισ. ευρώ ετησίως (3,5%)για την επόμενη οκταετία μέχρι το 2025 και περίπου 1,5% μετά το 2040 όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης θα έχουν υποχωρήσει στο 1,3%.