Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Τι θα συμβεί αν η Ελλάδα δεν καταφέρει μέσα στα επόμενα 2 χρόνια να πείσει τους επενδυτές να την δανείσουν με ικανοποιητικό επιτόκιο; Θα ξεκινήσει ένας νέος μαραθώνιος διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους με προφανή κατάληξη ένα νέο, τέταρτο κατά σειρά, μνημόνιο; Τον κίνδυνο αυτό επισημαίνουν ολοένα περισσότεροι αναλυτές, σε πλήρη αντίθεση με τα όσα υπόσχεται ο πρωθυπουργός.
Οι εν λόγω προειδοποιήσεις δεν αποτελούν απλώς μία αρνητική αντίδραση στην αποτυχημένη οικονομική στρατηγική της κυβέρνησης. Είναι η απόδειξη ότι ο Αλ. Τσίπρας αφήνει πίσω του καμένη γη και η χώρα είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί ξανά βοήθεια από το εξωτερικό. Είναι, επίσης, η απόδειξη ότι επιλογές όπως η υπερφορολόγηση των πάντων για να συντηρηθούν υπερπλεονάσματα που εξυπηρετούν μικροπολιτικά συμφέροντα και η πλήρης αδράνεια στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων ζημιώνουν ανεπανόρθωτα τις επόμενες γενιές.
Θα πρέπει να γνωρίζουμε πως αν η Ελλάδα χρειαστεί εκ νέου οικονομική βοήθεια, και με δεδομένη την άνοδο του λαϊκισμού, τα πρόθυμα να βοηθήσουν κοινοβούλια των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι πολύ λιγότερα και οι υποστηρικτές του Grexit πολλοί περισσότεροι. Επιπλέον, η πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ δεν θα φοβίσει τους Ευρωπαίους όπως στο παρελθόν.
Γι' αυτό χαρακτηρίζεται, από την συντριπτική πλειοψηφία των αναλυτών, επιτακτική η ανάγκη ενός «επενδυτικού σοκ» που θα ταρακουνήσει μία «βαλτωμένη» και χτυπημένη από την κρίση οικονομία. Η κυβέρνηση, όμως, έχει τις δικές της αντιλήψεις. Το Ελληνικό παραμένει ένα αεροδρόμιο «φάντασμα», πολλά ακόμη επενδυτικά project κινδυνεύουν να ξεχαστούν και η χώρα συνεχίζει στο μοτίβο της υψηλής φορολογίας και των απαρχαιωμένων θεσμών. Έτσι δεν πρόκειται ούτε να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί, ούτε να προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις. Και όταν θεωρείται δεδομένο ότι η οικονομική ανάπτυξη στο εξής δεν θα τροφοδοτείται από την κατανάλωση, ο μοναδικός τρόπος για να… βρούμε ξέφωτο είναι μέσω της εισροής επενδυτικών κεφαλαίων.
Η αναφορά της Citi, την περασμένη Πέμπτη, στην αδυναμία του ελληνικού δημοσίου να εξασφαλίσει μέσα στα επόμενα χρόνια την αναβάθμισή του από τους οίκους αξιολόγησης στην «επενδυτική βαθμίδα», φαίνεται πως πέρασε στα… ψιλά, ωστόσο δείχνει την απόλυτη απαξίωση της χώρας. Προκαλεί μεγάλη εντύπωση η «διορατικότητα» των αναλυτών της αμερικανικής τράπεζας, οι οποίοι στην ουσία προβλέπουν ότι η Ελλάδα θα ζητήσει ένα νέο πακέτο οικονομικής στήριξης όταν εξαντληθεί το κεφαλαιακό «μαξιλάρι», ήτοι το πολύ στο τέλος του 2020.
Διότι στην περίπτωση που επιβεβαιωθεί η Citi και οι οίκοι αξιολόγησης δεν μας αναβαθμίσουν τόσο ώστε να ξεφύγουμε από την κατηγορία «junk», θα συνεχίσει να ισχύει το… απαγορευτικό των αγορών και το ελληνικό δημόσιο δεν θα μπορεί να αναχρηματοδοτήσει χρέος. Θα πρέπει, επομένως, να βρει από κάπου χρήματα, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουμε να γυρίσουμε χρόνια πίσω και να πάνε χαμένες όλες οι θυσίες της τελευταίας δεκαετίας.
Αν ήταν μόνο η Citi θα μπορούσαμε να πούμε πολλά για την ακρίβεια των προβλέψεών της στο παρελθόν ή για τους λόγους που την οδήγησαν σε μία τέτοια εκτίμηση, έτσι ώστε να μη δώσουμε την απαραίτητη σημασία και να πάμε παρακάτω. Όμως παρόμοιες μελανές προβλέψεις έκαναν πρόσφατα η Capital Economics, το ινστιτούτο Bruegel και η Moody' s, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο ο καθένας. Άμεσος και ευθύς ήταν ο αναλυτής Ζολτ Ντάρβας, ο οποίος σε άρθρο του στο Liberal, εξήγησε πως αν δεν δοθεί μεγάλη ώθηση στις επενδύσεις, τότε η Ελλάδα θα αναγκαστεί σε μια οδυνηρή από κάθε άποψη επιστροφή σε μνημόνιο τα επόμενα χρόνια. Ακόμα πιο «επιθετική» ήταν η Capital Economics, κάνοντας λόγο για τον κίνδυνο ταχύτερης εξάντλησης του «μαξιλαριού» και επιστροφής σε μνημόνιο πριν το τέλος του 2020. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, η Moody' s είχε τονίσει πως μόνο αν συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις, βρεθεί λύση για τις τράπεζες και το δημόσιο ανακτήσει την πρόσβαση στις αγορές, η Ελλάδα θα αναβαθμιστεί.
Γιατί όλοι αυτοί μιλούν για κινδύνους, αποκλεισμό από τις αγορές, νέα μνημόνια και χρεοκοπίες, όταν ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών μας διαβεβαιώνουν ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας; Μία απάντηση θα μπορούσε να είναι πως είναι λογικό να μας θεωρούν αποκλεισμένους όταν η κυβέρνηση και στα τρία πεδία που ανέφερε η Moody' s κωλυσιεργεί.
Ας υποθέσουμε, ωστόσο, ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος έχει δίκιο όταν λέει ότι δεν βιαζόμαστε να βγούμε στις αγορές γιατί έχουμε το κεφαλαιακό «μαξιλάρι». Η βιασύνη, βέβαια, είναι σχετική γιατί όσο περνούν οι μήνες και η χώρα αδυνατεί να αποκαταστήσει την επενδυτική εμπιστοσύνη, τόσο επιδεινώνεται το κλίμα και κινδυνεύουμε να βρεθούμε αντιμέτωποι με πολύ δυσάρεστες εκπλήξεις αν δεν υπάρξει ένα σοβαρό πλάνο.
Ο μόνος τρόπος για να διαψευστούν οι ζοφερές αυτές «προφητείες» είναι να κερδίσουμε εκ νέου την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Να πείσουμε ότι η χώρα έχει αφήσει πίσω της τα λάθη του παρελθόντος και κυρίως τις πελατειακές σχέσεις σε όλα τα επίπεδα και ότι χτίζει μία οικονομία με έμφαση στις νέες ιδέες, που δεν διώχνει τους επενδυτές και διευκολύνει την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Υπάρχει και ένα άλλο μονοπάτι. Να μην κάνουμε τίποτα από όλα αυτά και να ανέβουμε κι εμείς στο άρμα του λαϊκισμού – το οποίο οδηγεί σήμερα η Ιταλία – με την ελπίδα να κρατηθούμε εκεί όταν η Ευρώπη θα καταρρέει. Κανείς δεν ξέρει αν θα καταφέρουμε να επιβιώσουμε αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι θα έχουμε καταστρέψει μία ακόμη γενιά Ελλήνων.