Βλέποντας τους ξένους επενδυτές να τρέχουν μαζικά προς την έξοδο, επιχειρηματικούς κολοσσούς να του γυρίζουν την πλάτη και τον υπόλοιπο κόσμο να απομονώνει τη Ρωσία, ο Βλαντιμίρ Πούτιν προχώρησε σε μια κίνηση πανικού. Έσπευσε να επιβάλει κεφαλαιακούς περιορισμούς που απαγορεύουν την πώληση μετοχών και ευρύτερων περιουσιακών στοιχείων, κλειδώνοντας στην ουσία την πόρτα της ρωσικής οικονομίας με στόχο να εγκλωβίσει μέσα σε αυτήν τα ξένα κεφάλαια.
Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα, ο Ρώσος πρόεδρος είδε τις αρχικές κυρώσεις της Δύσης να παίρνουν μορφή χιονοστιβάδας καθώς αυξάνεται καθημερινά ο αριθμός των ιδιωτικών οργανισμών και επιχειρήσεων που κόβουν κάθε οικονομικό και εμπορικό δεσμό με τη Ρωσία.
Από την BP και τη Shell, μέχρι τη Maersk και τη Nokia και από τη Volvo και την Equinor έως τη Visa και τη Mastercard, επιχειρηματικοί κολοσσοί τιμωρούν τον Πούτιν για την εισβολή στην Ουκρανία. Τα χτυπήματα είναι απανωτά. Μέχρι και το περίφημο Oil Fund της Νορβηγίας, το μεγαλύτερο κρατικό επενδυτικό ταμείο του πλανήτη, που διαχειρίζεται 1,3 τρισ. δολάρια από τα έσοδα του νορβηγικού πετρελαίου, ανακοίνωσε ότι θα εκποιήσει όλα τα ρωσικά assets που έχει στην κατοχή του. Η αξία των ρωσικών assets που θα πουλήσει το Oil Fund δεν ξεπερνά τα 3 δισ. δολάρια όμως η κίνηση μόνο συμβολική δεν είναι.
Όταν ο μεγαλύτερος επενδυτής στον κόσμο πουλάει Ρωσία, είναι δεδομένο ότι τα ρωσικά assets μπαίνουν σε μαύρη λίστα για πολλά χρόνια. Ακόμη και αν ο πόλεμος λήξει άμεσα, οι επιπτώσεις για τη ρωσική οικονομία θα είναι τεράστιες. Ο επενδυτικός και επιχειρηματικός κόσμος δεν θα ξεχάσει τους κεφαλαιακούς περιορισμούς που εμποδίζουν την έξοδο και θα χρειαστούν πάρα πολλά χρόνια για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη. Αυτό φαίνεται και από την υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του ρωσικού αξιόχρεου σε junk.
Τα ρωσικά assets είναι πλέον μη επενδύσιμα, λέει με νόημα η Goldman Sachs, ενώ η Capital Economics βλέπει τις ρωσικές χρηματαγορές να βυθίζονται στην άβυσσο. Από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκαν κυρώσεις κατά της Ρωσίας έγινε πολύ δύσκολο για επενδυτές από τη Δύση να έχουν στην κατοχή τους ρωσικές μετοχές, ομόλογα και άλλα assets. Η ανακοίνωση του αποκλεισμού ρωσικών τραπεζών από το SWIFT έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα και οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στην κεντρική τράπεζα της Ρωσίας απομόνωσαν πλήρως τη χώρα. Γι’ αυτό, εξάλλου, αποφασίστηκε να παραμείνει κλειστό το χρηματιστήριο της Μόσχας και το Κρεμλίνο διέταξε ρωσικές επιχειρήσεις να πουλήσουν μεγάλες ποσότητες συναλλάγματος για να ανακοπεί η κατρακύλα του ρουβλιού.
Τα capital controls ισχύουν από την 1η Μαρτίου και απαγορεύουν στους ξένους να πουλήσουν τις συμμετοχές τους σε ρωσικές εταιρείες. Απαγορεύονται επίσης οι πληρωμές προς τράπεζες και άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς εκτός Ρωσίας καθώς και οι μεταφορές χρημάτων μέσω εξειδικευμένων εταιρειών.
Τα πρωτοφανή αυτά μέτρα αποτελούν σαφέστατα ένδειξη πανικού, αφού στην πράξη το μόνο που μπορούν να καταφέρουν είναι να στρέψουν ακόμη περισσότερο τον επιχειρηματικό κόσμο κατά του ρωσικού καθεστώτος και ταυτόχρονα καθιστούν πιο πιθανό ένα πιστωτικό γεγονός που ουσιαστικά θα οδηγεί σε πτώχευση τη ρωσική οικονομία.
Το ρούβλι κατέρρευσε σε ιστορικά χαμηλά στις συναλλαγές της Δευτέρας, πλέον για να αγοράσει κανείς 1 δολάριο πρέπει να καταβάλλει 100 ρούβλια, και από τότε οι μόνες γραμμές άμυνας σχετίζονται με τις πωλήσεις συναλλάγματος από εταιρείες. Το 65% των συναλλαγματικών αποθεμάτων της κεντρικής τράπεζας βρίσκονται σε τράπεζες της Δύσης και μπλοκάρονται, ενώ ακόμη και τα αποθέματα σε κινεζικό νόμισμα και χρυσό δεν έχουν μεγάλη σημασία αφού όλοι φοβούνται να κάνουν συναλλαγές με την κεντρική τράπεζα της Ρωσίας, υπό τον φόβο κυρώσεων.
Η ρευστότητα στα ρωσικά ομόλογα σε δολάρια δείχνει να εξαντλείται, ενώ ακόμη και όταν αλλάζουν χέρια τέτοια ομόλογα, οι συναλλαγές γίνονται σε τιμές που αντιστοιχούν σε πολύ μεγάλη πιθανότητα χρεοκοπίας. Σύμφωνα με την Capital Economics, η Ρωσία είναι πολύ πιθανό να προχωρήσει σε εκούσια στάση πληρωμών, ως αντίποινα, αφού έτσι και αλλιώς είναι αποκομμένη από τις αγορές της Δύσης.