Τα δυο όπλα που χρησιμοποιούν σήμερα οι κεντρικές τράπεζες στη σκληρή μάχη κατά του πληθωρισμού και της κλιμακούμενης οικονομικής κρίσης είναι η αύξηση των επιτοκίων και η οικονομική σύσφιξη. Αυτό σημαίνει, ότι αντιστρέφεται κατά 360 μοίρες η οικονομική κατεύθυνση του πλανήτη που ακολουθήθηκε από το 2008 μέχρι και σήμερα. Το 2008, μετά από το ξέσπασμα της κρίσης των αμερικανικών ενυπόθηκων δανείων και την κατάρρευση της Lehman Brothers, η αμερικανική κεντρική τράπεζα Fed, επέλεξε να ενισχύσει την ανάπτυξη με δυο τρόπους. Ο πρώτος ήταν να αγοράζει ομόλογα και άλλες κινητές αξίες από την αγορά, προσφέροντας ρευστότητα στο σύστημα. Και ο δεύτερος ήταν να χαμηλώσει τα επιτόκια δανεισμού.
Τι πέτυχε με αυτόν τον τρόπο; Να αποφευχθεί η επέκταση της κρίσης του 2008, να απομακρυνθεί το ενδεχόμενο επέκτασης της ύφεσης, που στο τέλος του έτους είχε υπερβεί το 7,5% και να επανέλθει η παγκόσμια οικονομία σε ανασυγκρότηση και ανάπτυξη. Εκ του αποτελέσματος, η συνταγή πέτυχε, όπως φαίνεται και στο ακόλουθο γράφημα.
Ωστόσο η συνταγή αυτή που κράτησε την οικονομία στο δρόμο της ανάπτυξης δεν τερματίστηκε σύντομα, αλλά συνεχίστηκε μέχρι και το 2021, με τους αναλυτές να εκτιμούν ότι η υπερβολική ρευστότητα που είχε διοχετευτεί στο σύστημα, δεν μεταφερόταν στην πραγματική οικονομία, αλλά στις χρηματιστηριακές αγορές. Σαν αποτέλεσμα, εξελίχθηκε ένας πρωτοφανής ανοδικός χρηματιστηριακός κύκλος, με τις αποτιμήσεις να υπερβαίνουν κάθε λογικό όριο και την αίσθηση του ρίσκου να υποχωρεί απέναντι στην προσδοκία του κέρδους.
Και μετά ήρθε ο Covid. Τότε το σύστημα νομισματικής χαλάρωσης που είχε οδηγήσει τους ισολογισμούς των τεσσάρων μεγαλύτερων κεντρικών τραπεζών, δηλαδή της Fed, της Bank of Japan, της European Central Bank και της Bank of England, στα $15,2 τρισ. απογειώθηκε εκ νέου. Όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα, οι ισολογισμοί των κεντρικών τραπεζών έφτασε το 2022 στα $26,7 τρισ. Δηλαδή μέσα σε 3 έτη αυξήθηκαν κατά 73%, ενώ αντίστοιχα κατά τη διάρκεια της προηγούμενης πενταετίας είχαν αυξηθεί κατά $5 τρισ., δηλαδή κατά 48%.
Αντιθέτως, οι κεντρικές τράπεζες των σημαντικών αναπτυσσόμενων οικονομιών, δηλαδή η People’s Bank of China, η Reserve Bank of India, η Central Bank of Brazil, η Central Bank of Nigeria και η Bank of Russia, είχαν ακολουθήσει μια λιγότερο εντατική πολιτική νομισματικής χαλάρωσης. Αυτό τους επέτρεψε με το ξέσπασμα της πανδημίας το 2020, να διατηρήσουν τους ισολογισμούς τους στα επίπεδα του 2014, δηλαδή στα $5,2 τρισ., όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα.
Παράλληλα με «ενέσεις ρευστότητας» από την πλευρά των κεντρικών τραπεζών, ξετυλίχτηκε και μια απλόχερη επιδοματική πολιτική από την πλευρά των κυβερνήσεων για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων από την πανδημία. Επιδοματικές πολιτικές, που φαίνεται ότι θα συνεχιστούν λόγω της ενεργειακής κρίσης και της ανισορροπίας στην προσφορά βιομηχανικών πρώτων υλών και τροφίμων.
Είναι όμως δυνατόν αυτή η σχεδόν 15ετής «επιδοματική» οικονομική πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης, των χαμηλών επιτοκίων και των οικονομικών ενισχύσεων, να συνεχιστεί; Ασφαλώς και όχι. Ήδη οι ζημίες στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές σύμφωνα με το Bloomberg υπερβαίνουν τα $11 τρισ., δηλαδή περίπου το μισό παγκόσμιο QE.
Πώς θα πορευτεί λοιπόν η ασθενής παγκόσμια οικονομία, που ήταν τόσα χρόνια εθισμένη στην υψηλή και χαμηλού κόστους ρευστότητα; Πώς θα μπορέσει η οικονομία να ξανασταθεί στα πόδια της και να επανέλθει στην ομαλή λειτουργία της, δίχως τα απαιτούμενα κεφάλαια;
Δυστυχώς έφτασε η στιγμή, η παγκόσμια επιδοτούμενη οικονομία να αντιμετωπίσει τα αδιέξοδα της.