Το μεγάλο στοίχημα των κατασκευαστικών
Shutterstock
Shutterstock
Κακοκαιρία Daniel:

Το μεγάλο στοίχημα των κατασκευαστικών

Η προηγούμενη εβδομάδα θα μείνει στην ιστορία για πολλούς λόγους: όχι μόνο λόγω των τεράστιων καταστροφών, των πολλών ανθρώπινων θυμάτων, την απώλεια ζωικού κεφαλαίου και την θλίψη στην οποία βυθίστηκε η χώρα εξαιτίας των τρομερών βροχοπτώσεων που έφερε μαζί του το καιρικό μέτωπο με την ονομασία Daniel. Θα μείνει στην ιστορία και σαν ένα κομβικό σημείο στον τομέα του σχεδιασμού και της κατασκευής μεγάλων έργων υποδομής.

Σημαντικό μέρος κρίσιμων υποδομών έχει υποστεί σημαντικές ή και ανεπανόρθωτες ζημιές, πράγμα που θα φανεί σταδιακά καθώς θα υποχωρούν τα νερά και θα γίνεται πιο καθαρή η εικόνα της κατάστασης. Μιλάμε για συγκοινωνιακές υποδομές όπως δρόμοι, γέφυρες, σήραγγες και σιδηροδρομικά δίκτυα. Σοβαρότατα προβλήματα είναι σχεδόν βέβαιο πως υπάρχουν σε δίκτυα ύδρευσης, άρδευσης και αποχέτευσης. Κατά πάσα πιθανότητα, έχουν γίνει μεγάλες ζημιές και σε πολλούς άλλους τομείς.

Είναι λοιπόν βέβαιο πως σε όλα αυτά τα δίκτυα και τις υποδομές θα απαιτηθεί μία πολύ μεγάλη προσπάθεια επισκευής ή ολικής ανακατασκευής, ανάλογα με τον βαθμό της ζημιάς σε κάθε περίπτωση. Αυτό όμως δεν είναι το μόνο πράγμα που θα πρέπει να γίνει από πλευράς κατασκευών. Η τερατώδης δύναμη των καιρικών φαινομένων που έφερε το καιρικό μέτωπο θα καταστήσουν υποχρεωτικό τον εκ βάθρων ανασχεδιασμό της μεγάλης πλειοψηφίας των έργων υποδομής, έτσι ώστε οι νέες προδιαγραφές να ανταποκρίνονται στην ολοένα και πιο φανερή αύξηση της έντασης και της συχνότητας εμφάνισης καιρικών φαινομένων που κάποτε ήταν πολύ σπάνια και όχι τόσο δυνατά και καταστροφικά. Δεν χρειάζεται πολύ σκέψη για να αντιληφθούμε πως η προσαρμογή στα νέα δεδομένα δεν θα πρέπει να γίνει μόνο για τα έργα που θα γίνουν στις περιοχές που επλήγησαν από τον Daniel.

Προφανώς, εκεί υπάρχει η πιο επείγουσα ανάγκη δεδομένων των μεγάλων καταστροφών. Όμως, κανείς δεν είναι σε θέση να ισχυριστεί πως οι υπόλοιπες περιοχές της χώρας δεν θα χρειαστούν νέα έργα υποδομής προσαρμοσμένα στα νέα δεδομένα. Ουδείς μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι η περιοχή που θα πληγεί την επόμενη φορά από ένα τέτοιο φαινόμενο (μακάρι να μην ξαναδούμε κάτι παρόμοιο), οπότε είναι σαφές πως στην ουσία μιλάμε για μια ριζική αλλαγή στον τρόπο σχεδίασης, εκτέλεσης και συντήρησης όλων των έργων που έχουν να κάνουν με δημόσιες υποδομές. Κάποιος θα μπορούσε να παρομοιάσει την σημερινή κατάσταση με ό,τι έγινε μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 1953 στα Ιόνια Νησιά, όταν άλλαξαν εντελώς οι αντισεισμικές προδιαγραφές έτσι ώστε τα κτίσματα να μπορούν να αντέχουν στους σεισμούς. Μόνο που στην τωρινή περίπτωση η αλλαγή θα πρέπει να αφορά άμεσα όλες τις περιοχές της Ελλάδας. 

Όπως είναι φυσικό, το μεγαλύτερο βάρος αυτής της προσπάθειας που θα πρέπει να ξεκινήσει αμέσως και να συνεχιστεί με μεγάλη ένταση μέχρι να εξασφαλιστεί ένα ελάχιστο επίπεδο ασφάλειας, θα το σηκώσουν οι μεγάλες ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες. Πιθανώς μόνες τους, πιθανώς με την συνεργασία σημαντικών ξένων επιχειρήσεων, είναι βέβαιο πως αυτές θα αναλάβουν ένα πάρα πολύ σημαντικό μέρος των έργων.

Παρά το γεγονός πως αυτή την στιγμή είναι κάπως πρόωρο να γίνουν εκτιμήσεις για το κόστος των έργων αποκατάστασης των ζημιών στις υποδομές, στις κατοικίες και τα εργοστάσια, χωρίς αμφιβολία αυτό θα είναι πολύ μεγάλο. Αν συνυπολογίσουμε και την αυξημένη πολυπλοκότητα στην κατασκευή των νέων κρίσιμων έργων υποδομής, μπορούμε χωρίς αμφιβολία να πούμε πως οι ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες μέσα σε μία εβδομάδα ανέλαβαν υποχρεωτικά ένα νέο πολύ μεγάλο κατασκευαστικό αντικείμενο, το οποίο μπορεί να αποδειχθεί τελικά συγκρίσιμο με το τωρινό ανεκτέλεστο υπόλοιπό τους.

Oι πέντε μεγάλες ελληνικές κατασκευαστικές επιχειρήσεις (ΓΕΚΤΕΡΝΑ, Άβαξ, Ιντρακάτ, Άκτωρ και Mytilineos), οι οποίες αναμένεται σύντομα να γίνουν τέσσερις όταν η Ιντρακάτ απορροφήσει την Άκτωρ, έχουν ένα ανεκτέλεστο υπόλοιπο έργων αξίας άνω των 16 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Πλέον, μετά τις τελευταίες εξελίξεις, θα πρέπει να υπολογίσουν πως αυτό το ανεκτέλεστο θα ανεβεί ακόμα περισσότερο και θα «εμπλουτιστεί» με έργα μεγαλύτερης δυσκολίας και πιο επείγοντος χαρακτήρα. Πέρα από αυτά, υπάρχουν και άλλα προγραμματισμένα έργα, προϋπολογισμού 27,6 δισεκατομμυρίων μέχρι το 2030, σύμφωνα με το Αναπτυξιακό Σχέδιο για την Ελλάδα. Σημαντικό μέρος αυτών των έργων εμπίπτει στην κατηγορία των έργων υποδομής στα οποία αναφερθήκαμε στην αρχή, πράγμα που συνεπάγεται αλλαγή σχεδιασμού και, κατά πιθανότητα αύξηση του κόστους και της πολυπλοκότητας στην κατασκευή. 

Πριν δέκα μέρες λέγαμε πως οι ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες έχουν μπροστά τους πολλά χρόνια γεμάτα με αναθέσεις σημαντικών έργων και πως σε αυτά τα πλαίσια θα πρέπει να κινηθούν πολύ σοβαρά και συγκροτημένα σε κάθε κατεύθυνση προκειμένου να τα εκτελέσουν με επιτυχία χωρίς να απειληθεί η επιχειρηματική τους υγεία. Τώρα μπορούμε να μιλήσουμε για μία πρόκληση τεραστίων διαστάσεων για τις ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες, γενικά και όχι μόνο για τις μεγάλες. Για να είμαστε μάλιστα πιο ακριβείς, μιλάμε για τρεις προκλήσεις τεραστίων διαστάσεων.

Η πρώτη πρόκληση σχετίζεται με την χρηματοδότηση όλων αυτών των έργων. Η συμβολή του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι καθοριστική για αρκετά χρόνια, όπως και η βοήθεια από το ΕΣΠΑ. Αυτά όμως δεν αρκούν από μόνα τους, καθώς όλες οι εταιρείες θα πρέπει να διαθέτουν ισχυρή κεφαλαιακή βάση για να μπορούν και να δανειστούν από τις τράπεζες χωρίς να κινδυνεύουν με κατάρρευση με την πρώτη δυσκολία, κάτι που είδαμε να γίνεται στο παρελθόν.

Η δεύτερη πρόκληση αφορά στην δυσκολία εύρεσης εξειδικευμένου προσωπικού για όλους τους τομείς των επιχειρήσεων. Τα δύσκολα χρόνια που πέρασε η χώρα αφενός έδιωξαν πολλούς ικανούς Έλληνες μηχανικούς κάθε ειδικότητας προς το εξωτερικό και αφετέρου συνοδεύτηκαν από καθίζηση της κατασκευαστικής δραστηριότητας. Αυτός ο συνδυασμός έχει ως αποτέλεσμα τις σοβαρές ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε όλους τους τομείς της κατασκευαστικής δραστηριότητας, από το σχεδιαστήριο μέχρι το εργοτάξιο.

Το πρόβλημα έχει ενταθεί το τελευταίο διάστημα με την σημαντική αύξηση της κατασκευαστικής δραστηριότητας στα δημόσια έργα αλλά και στον ιδιωτικό τομέα. Οι κατασκευαστικές εταιρείες θα πρέπει λοιπόν να βρουν τρόπο να εξασφαλίσουν το απαραίτητο εργατικό δυναμικό χωρίς να επιβαρύνουν υπέρμετρα το κόστος λειτουργίας τους. Η τρίτη πρόκληση είναι η πιο σημαντική και έχει άμεση σχέση με τις δύο προηγούμενες: τα έργα θα πρέπει να εκτελεστούν σύμφωνα με τις προδιαγραφές τους, με άψογη ποιότητα κατασκευής και μέσα στον χρόνο που προβλέπεται από τις συμβάσεις (εδώ βέβαια υπάρχουν και ζητήματα σχετικά με το κράτος, την δικαιοσύνη και την γραφειοκρατία αλλά δεν θα τα εξετάσουμε τώρα).

Εννοείται πως αυτό δεν μπορεί να γίνει αν οι εταιρείες δεν είναι οικονομικά υγιείς και αν δεν διαθέτουν το απαραίτητο υψηλής ποιότητας προσωπικό. Το έργο δεν ακούγεται καθόλου εύκολο, και δεν είναι εύκολο. Είναι πολύ απαιτητικό αλλά σε καμία περίπτωση αδύνατον. Οι ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες είναι αυτή την στιγμή πολύ πιο δυνατές απ’ ότι πριν μερικά χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες που θα τις χρηματοδοτήσουν σε μεγάλο βαθμό είναι και πάλι ισχυρές και οι ελληνικές και ευρωπαϊκές αρχές είναι πολύ περισσότερο έτοιμες να τις επιβλέψουν και να συνεργαστούν μαζί τους για την επιτυχή διεκπεραίωση αυτή της εξαιρετικά κρίσιμης για το μέλλον της χώρας αποστολής. Η επιτυχία δεν είναι εγγυημένη, αλλά είναι πολύ πιθανή.