Κούρεμα του μέσου μισθού των Δημοσίων υπαλλήλων κατά 3% ή 565 ευρώ το χρόνο και μείωση στο μισό ή κατά 180.000 άτομα των εργαζομένων στο στενό δημόσιο τομέα είναι σύμφωνα με τον ΣΕΒ η “ορθολογική λύση” που πρέπει να υιοθετηθεί στην Ελλάδα, ώστε αφενός για να επιτευχθούν οι στόχοι των εφεδρικών μέτρων 3,6 δισ. ευρώ μέχρι το 2018 και αφετέρου η σχέση μεταξύ μισθών και απασχόλησης στην Ελλάδα να μην διαφέρει από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η εναλλακτική λύση για να προσεγγίσει τους μέσους όρους η Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΣΕΒ είναι να αυξηθούν οι απασχολούμενοι στον ιδιωτικό τομέα κατά 2 εκατομμύρια, μια εξέλιξη που η ανάλυση θεωρεί ανέφικτη υπό το βάρος “που σηκώνει σήμερα ο ιδιωτικός τομέας για τη μισθοδοσία του υπερτροφικού κράτους”.
Σύμφωνα με στοιχεία που επικαλείται στην ανάλυσή του ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών:
Το ελληνικό κράτος πληρώνει υψηλότερους μικτούς μισθούς από τον ιδιωτικό τομέα, ακριβώς όπως γίνεται και στην μέση ευρωπαϊκή χώρα, με τη διαφορά ότι στην Ελλάδα είναι 20 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο απ' ό,τι στην ΕΕ-28. Επίσης, η Ελλάδα απασχολεί στο «στενό» δημόσιο τομέα διπλάσιους μισθωτούς εργαζόμενους (16%), ως ποσοστό του συνόλου της μισθωτής απασχόλησης απ' ό,τι η ΕΕ-28 (8%).
Ουσιαστικά ο ιδιωτικός τομέας καλείται, μέσω της υπερφορολόγησης, να «καλύψει» τα έξοδα ενός υπερτροφικού και καλύτερα αμειβόμενου προσωπικού που υπηρετεί στο δημόσιο. Στην Ελλάδα, οι αμοιβές του προσωπικού της γενικής κυβέρνησης ανέρχονται στο 12,2% του ΑΕΠ ενώ στην ΕΕ-28 στο 10,2%, για συγκριτικά, πολύ χαμηλότερης ποιότητας προσφερόμενες υπηρεσίες. Η κατάσταση αυτή δεν είναι διατηρήσιμη στο μέλλον και χρήζει άμεσης προσαρμογής. Οι μέσες καθαρές μηνιαίες αποδοχές στον δημόσιο τομέα ανέρχονται σήμερα (2015) σε €1.050, όταν στον ιδιωτικό τομέα δεν υπερβαίνουν τα €780. Το 2015 ήταν η πρώτη χρονιά όπου στον δημόσιο τομέα καταγράφηκε αύξηση κατά 1,5% (έναντι οριακής μείωσης -0,1% το 2014) ενώ η μεταβολή των μισθών στον ιδιωτικό τομέα κινήθηκε σε αρνητικό επίπεδο (-1,1%), όπως έγινε και το 2014 (-1,3%).
Οι αμοιβές στο δημόσιο υπερβαίνουν εκείνες του ιδιωτικού τομέα κατά 19% στην Ελλάδα και κατά 15% στην ΕΕ-28, όταν δεν λαμβάνονται υπόψη οι εργοδοτικές εισφορές (πραγματικές και τεκμαρτές ώστε να καλύπτονται τα ελλείμματα κοινωνικής ασφάλισης), δηλαδή στις μικτές αποδοχές, και κατά 46% και 26% αντιστοίχως, περιλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην απασχόληση. Στην Ελλάδα, το 16% των μισθωτών απασχολείται στον στενό δημόσιο τομέα ενώ το αντίστοιχο μερίδιο στην ΕΕ-28 είναι 8%.
Με την εφαρμογή των Μνημονίων, από το 2010 και μέχρι σήμερα, το προσωπικό του δημόσιου τομέα έχει μειωθεί κατά -24% και ο μέσος μηνιαίος καθαρός μισθός κατά -14,6% περίπου. Στην ίδια περίοδο, οι προσλήψεις ανήλθαν σε 70 χιλ. περίπου και οι αποχωρήσεις σε 200 χιλ., κυρίως μέσω συνταξιοδότησης. Αντίθετα, στο σύνολο της οικονομίας, ο μέσος μηνιαίος καθαρός μισθός μειώθηκε κατά -17,9% και οι απασχολούμενοι κατά -20,9%, κυρίως μέσω απολύσεων. Ειδικότερα, οι απασχολούμενοι από 4.585 χιλ. το 2009 μειώθηκαν σε 3.535 χιλ. το 2013 και έκτοτε έχουν αυξηθεί (2015) σε 3.626 χιλ. (Διάγραμμα 2 και 3) ενώ οι άνεργοι από 456 χιλ. το 2009 αυξήθηκαν σε 1.328 χιλ. το 2013 και έκτοτε έχουν μειωθεί (2015) σε 1.175 χιλ.
Όπως σημειώνεται στην ανάλυση “μία ορθολογική αντιμετώπιση του θέματος θα ήταν να περικοπεί σε εύλογο χρονικό διάστημα ο μέσος μισθός στον δημόσιο τομέα έτσι ώστε οι σχέσεις μεταξύ μισθών και απασχόλησης στην Ελλάδα να μην διαφέρει από εκείνους στη μέση ευρωπαϊκή χώρα. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο μέσος μικτός μισθός θα έπρεπε να μειωθεί κατά -3% ή €565 ετησίως και η μέση απασχόληση κατά -50% ή 180 χιλ. υπαλλήλους. Εναλλακτικά ο μέσος όρος μπορεί να επιτευχθεί εάν η ιδιωτική οικονομία επεκταθεί κατά 2 εκατ. απασχολούμενους!