Η ελληνική οικονομία αφήνει πίσω την ύφεση, όμως οι κίνδυνοι παραμένουν αφού έχει ξαναβρεθεί στο παρελθόν σε αυτό το σημείο. Αυτό αναφέρει η Morgan Stanley σε έκθεσή της για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας, προβλέποντας ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας θα ενισχυθεί κατά 1,8% το 2017.
Η ελληνική οικονομία σταθεροποιείται και αφήνει πίσω της την ύφεση. Θα αναπτυχθεί ταχύτερα από την προηγούμενη πρόβλεψη της Morgan Stanley και θα επιταχύνει ακόμη περισσότερο στη συνέχεια. Όμως παρά την αντανακλαστική αντίδραση, οι αναλυτές του οίκου δεν βλέπουν ακόμη την προοπτική βιώσιμης οικονομικής ανάκαμψης.
Το βασικό σενάριο της Morgan Stanley προβλέπει ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα αναπτυχθεί με ρυθμό 1,8% το 2017 και 2,1% το 2018, με την ανεργία να μειώνεται στο 21,4% το 2017 και στο 19% το 2018. Παράλληλα, το ελληνικό χρέος θα αναδιαρθρωθεί με τις τελικές αποφάσεις να αναμένονται για το 2017 ή και αργότερα, ενώ υπάρχει ένα μικρό παράθυρο συμμετοχής στο QE πριν ξεκινήσει η αντίστροφή μέτρηση του προγράμματος.
Σύμφωνα με την Morgan Stanley, η ελληνική οικονομία έχει επιστρέψει σε ανάπτυξη ξανά στο παρελθόν, εκδίδοντας ακόμη και ομόλογα. Συνεπώς, δεν είναι η πρώτη φορά που το ΑΕΠ ανακάμπτει, ή έτσι φαίνεται, και οι συνθήκες στην αγορά βελτιώνονται. Ο μέσος τριμηνιαίος ρυθμός επέκτασης τα τελευταία τρία χρόνια είναι μηδενικός. Όμως υπήρξαν πολλά προβλήματα και ο πολιτικός κίνδυνος προκάλεσε σημαντικές μεταβολές γύρω από τον μέσο όρο, με αποτέλεσμα οι αγορές να μην βλέπουν ότι πέρασαν τα χειρότερα.
Από που θα προέλθει η ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα; Το ερώτημα αυτό είναι σύμφωνα με τους αναλυτές του οίκου το πιο σχετικό, διότι στα επόμενα αρκετά τρίμηνα, η ανάπτυξη δεν θα εξαρτηθεί τόσο από τους κλάδους που οδηγούν την ανάκαμψη, τις διαρθρωτικές αλλαγές στο πεδίο της προσφοράς, από το που θα προέλθει η ζήτηση κλπ. Ο παράγοντες αυτοί θα αποκτούν σημασία με το πέρασμα του χρόνου. Όμως το πρώτο σκέλος της ανάκαμψης, ήτοι οι πρώτες 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από τις 25 που συνολικά χάθηκαν, θα προέλθουν από την άρση εμποδίων όπως τα capital controls, η λιτότητα, η έλλειψη χρηματοδότησης, η αύξηση των οφειλών του δημοσίου, η πολιτική αβεβαιότητα κλπ.
Η Ελλάδα θα πρέπει να περιμένει, πιθανότατα έως μετά τις γερμανικές εκλογικές του 2017, για περαιτέρω επιμήκυνση του χρέους. Χωρίς όμως συμφωνία για πολύ μεγαλύτερη επιμήκυνση και περιόδους χάριτος, ο ρόλος του ΔΝΤ θα συνεχίσει ενδεχομένως να είναι αμφίβολος, και το χρέος δεν θα είναι βιώσιμο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να αναβληθεί για το τέλος του 2017 η ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο QE, ή ακόμη και για το τέλος του προγράμματος το 2018. Στην πρώτη περίπτωση η ΕΚΤ θα έχει ήδη εφαρμόσει την τελευταία επέκταση του QE, αφήνοντας μικρά περιθώρια για αγορές ελληνικών τίτλων, ενώ στη δεύτερη περίπτωση το πρόγραμμα θα έχει μάλλον λήξει.