«Έχει ο καιρός γυρίσματα», λέει ο θυμόσοφος λαός αλλά μέχρι οι καιρικές συνθήκες να… γυρίσουν, ήτοι να επιδεινωθούν, η Ευρώπη εκμεταλλεύεται τις απροσδόκητα υψηλές θερμοκρασίες. Μέχρι στιγμής, έχει καταφέρει να αυξήσει τα ενεργειακά της αποθέματα και ίσως ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι έχει δει τον πληθωρισμό να υποχωρεί σημαντικά το μήνα Δεκέμβριο. Σήμερα, αναμένεται να δοθεί στη δημοσιότητα η πρώτη εκτίμηση για τον πληθωρισμό Δεκεμβρίου, με τους αναλυτές να τον τοποθετούν στο 9,5%, έναντι 10,1% τον Νοέμβριο και 10,6% τον Οκτώβριο που ήταν ιστορικό υψηλό.
Η εξέλιξη αυτή αναγκάζει τους αναλυτές να βάλουν στο τραπέζι ένα σενάριο που μέχρι πρότινος θεωρούσαν απίθανο. «Στην περίπτωση που οι ενεργειακές τιμές παραμείνουν στα τρέχοντα επίπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023, ο γενικός δείκτης πληθωρισμού ενδέχεται να υποχωρήσει ραγδαία. Αν λάβουμε υπόψη μόνο την υψηλή βάση σύγκρισης με πέρυσι, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη μπορεί έστω προσωρινά να αγγίξει ακόμη και το επίπεδο του 2% προς το τέλος του έτους». Αυτό αναφέρουν οι αναλυτές της ING, στις νέες προβλέψεις του οίκου για την οικονομία, που δημοσιεύτηκαν χθες.
Αν επιβεβαιωθεί το ομολογουμένως αρκετά αισιόδοξο αυτό σενάριο, ο πληθωρισμός κατά μέσο όρο στο σύνολο του 2023 θα διαμορφωθεί πολύ χαμηλότερα από τις αρχικές εκτιμήσεις που τον θέλουν κοντά στο 6%. Είναι ο μοναδικός τρόπος για να αποφύγει η Ευρώπη μία γενικευμένη κρίση ακρίβειας και στασιμοπληθωρισμού, καθώς αναμένεται περαιτέρω αποκλιμάκωση των τιμών το 2024. Δεν είναι όμως ένα πολύ πιθανό σενάριο.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Οι υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες και οι ισχυροί άνεμοι από τα μέσα Δεκεμβρίου, έχουν οδηγήσει σε μείωση των τιμών χονδρικής για το φυσικό αέριο και παράλληλα σε μείωση της κατανάλωσης και σε αύξηση των ενεργειακών αποθεμάτων. Κατά συνέπεια, ο κίνδυνος σφοδρής ενεργειακής κρίσης θεωρείται πλέον εξαιρετικά χαμηλός, εκτός και αν πλήξει την Ευρώπη ένας πολύ βαρύς χειμώνας τους επόμενους μήνες, σύμφωνα με την ING.
Επιπλέον, ως αποτέλεσμα των κρατικών παρεμβάσεων και των χαμηλών τιμών, ο πληθωρισμός φαίνεται πως υποχώρησε αισθητά τον Δεκέμβριο. Έτσι, φτάσαμε στο σενάριο που κάνει λόγο για πληθωρισμό 2% στο τέλος του έτους. Παρ’ όλα αυτά, η ING υπενθυμίζει ότι παίζονται πολλά στην αγορά ενέργειας και πως ο πληθωρισμός είναι φυσιολογικό να υποχωρεί μετά από ενεργειακά σοκ, ενώ ο δομικός πληθωρισμός παραμένει για περισσότερο υψηλός, συντηρώντας την ακρίβεια. Άρα θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί στις προβλέψεις για το σύνολο του έτους.
Ένας ακόμη λόγος που συντηρεί τις ανησυχίες είναι ότι ενεργειακές τιμές είναι εξαιρετικά ευμετάβλητες και σε καμία περίπτωση οι πρόσφατες εξελίξεις που τις οδήγησαν σε πτώση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως το βασικό σενάριο για το σύνολο του 2023. Γι’ αυτό το λόγο, η ING προχωρά μεν στην υποβάθμιση των προβλέψεων για τις ενεργειακές τιμές αλλά συνεχίζει να αναμένει εκ νέου αύξηση των τιμών στο δεύτερο μισό του έτους, όταν η Κίνα θα επιταχύνει οικονομικά και η Ευρώπη θα προετοιμάζεται για τον επόμενο χειμώνα.
Οι τιμές αναφοράς για το φυσικό αέριο στην Ευρώπη, TTF, έχουν υποχωρήσει κατά περίπου 50% από τις αρχές Δεκεμβρίου και οι καιρικές συνθήκες συνέβαλαν έτσι ώστε η Ευρώπη να γεμίσει τις ενεργειακές της αποθήκες στο 84% της συνολικής ικανότητας, όταν ο μέσος όρος των τελευταίων πέντε ετών είναι στο 70%. Έτσι, εισέρχεται στη δυσκολότερη φάση του χειμώνα με ικανοποιητικά αποθέματα, αλλά οι κίνδυνοι παραμένουν. Η Ρωσία αποτελεί τον κρισιμότερο παράγοντα ανησυχίας, ενώ είναι πιθανό να αυξηθεί ο ανταγωνισμός για LNG από την Κίνα, όσο η ασιατική χώρα εγκαταλείπει την πολιτική μηδενικών κρουσμάτων.
Η ING προβλέπει ότι οι τιμές TTF θα διαμορφωθούν κατά μέσο όρο το 2023 στα 125 ευρώ/μεγαβατώρα, αλλά λόγω της αβεβαιότητας και των πιθανών κινδύνων, η μεταβλητότητα των τιμών θα συνεχίσει να είναι υπερβολικά υψηλή. Για το πετρέλαιο, ο οίκος εκτιμά ότι η τιμή του Brent θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο λίγο πάνω από τα 100 δολάρια/βαρέλι το 2023, δεδομένης της ανόδου της ζήτησης από την Κίνα, όσο ανοίγει η οικονομίας της, του κινδύνου νέων περιορισμών λόγω της αύξησης των κρουσμάτων και της αναμενόμενης πτώσης της τροφοδοσίας ρωσικού πετρελαίου εξαιτίας του ευρωπαϊκού εμπάργκο.