Της Μαίρης Βενέτη
Το φετινό καλοκαίρι μας αποχαιρέτησε με τους συναγερμούς του κινδύνου επικείμενης ύφεσης να χτυπάνε σε όλον τον πλανήτη.
Ο εμπορικός πόλεμος εξελίσσεται εδώ και 18 μήνες, με τους δασμούς να συνεχίζουν να αυξάνονται μεταξύ ΗΠΑ - Κίνας, το εμπορικό έλλειμμα ομοίως, ενώ η παραγωγική δραστηριότητα έχει πάρει και αυτή την κατιούσα, με τους δείκτες της μεταποίησης να διολισθαίνουν παγκοσμίως.
Το πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά διαδραματίζονται τη στιγμή που η τρέχουσα οικονομική επέκταση σπάει ρεκόρ, τα επιτόκια σε ένα μεγάλο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου είναι παγιδευμένα στη ζώνη του μηδέν ή και κάτω από αυτό, ενώ η καμπύλη των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων ενίοτε εμφανίζεται ανεστραμμένη, το οποίο σημαίνει ότι οι αποδόσεις του βραχυπρόθεσμου χρέους είναι υψηλότερες από εκείνες του μακροπρόθεσμου.
Οι κεντρικές τράπεζες κάτω από την πίεση των αγορών, αλλά και ενίοτε την πολιτική, εμφανίζονται αποφασισμένες να συνεχίσουν την οικονομική επέκταση, με βασικό εργαλείο τη μείωση των επιτοκίων, που τυπικά ανοίγει την κάνουλα των πιστώσεων, ώστε να ενθαρρυνθούν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να δανειστούν και να επενδύσουν.
Ο τυπικός όμως αυτός στόχος είναι πράγματι υλοποιήσιμος ή μήπως το μόνο που πετυχαίνουν οι κεντρικές τράπεζες είναι να αμβλύνουν τη δυσφορία των αγορών λόγω των δραματικά χαμηλότερων αποδόσεων των ομολόγων στην ευρωζώνη και της αντιστροφής της καμπύλης αποδόσεων στις ΗΠΑ;
Το ζητούμενο είναι οι δαπάνες και όχι οι πιστώσεις
Έπειτα από μια δεκαετία προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η ενθάρρυνση της αύξησης της ροής των πιστώσεων μέσω της μείωσης των επιτοκίων δύσκολα θα πετύχει αυτή τη φορά τον στόχο της.
Ο λόγος είναι ότι η αληθινή πρόκληση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν είναι το ύψος των επιτοκίων και ο δανεισμός, αλλά η ενίσχυση των δαπανών.
Το κόστος δανεισμού βρίσκεται εδώ και πολλά χρόνια σε ιστορικά χαμηλά και η ταχύτατη αύξηση της αγοράς του αμερικανικού εταιρικού χρέους αποδεικνύει ότι οι περισσότερες εταιρείες δεν δυσκολεύονταν να δανειστούν. Κάθε άλλο μάλιστα.
Το θέμα είναι πού κατευθύνονται τα χρήματα.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα της Citi, οι κεφαλαιουχικές δαπάνες των αμερικανικών εταιρειών έχουν επιβραδυνθεί και αναμένεται να αυξηθούν κατά μόλις 3,5% φέτος, καταγράφοντας σημαντική πτώση από την πρόβλεψη για αύξηση 4,2% πριν από λίγους μήνες. Ο λόγος για την εξέλιξη αυτή είναι η αβεβαιότητα αναφορικά με τη δημόσια πολιτική και ειδικά αναφορικά με τον συνεχιζόμενο εμπορικό πόλεμο.
Άλλη μια σοβαρή ένδειξη μας δίνουν τα στοιχεία Ιουλίου για τα διαρκή αγαθά.
Εξαιρουμένης μιας σημαντικής αύξησης στα αεροσκάφη και εξαρτήματα, οι παραγγελίες βασικών κεφαλαιουχικών αγαθών ήταν μειωμένες κατά 0,3% σε ετήσια βάση, γεγονός που καθιστά τη συγκεκριμένη μέτρηση την πιο αδύναμη αρκετών ετών.
Αυτά τα νούμερα ήρθαν να συμπληρώσουν μια ήδη μελανή εικόνα από τον αμερικανικό μεταποιητικό τομέα, ο οποίος διολίσθησε στις 49,9 μονάδες τον Αύγουστο, υποχωρώντας χαμηλότερα του επιπέδου των 50 μονάδων που αποτελούν το μεταίχμιο μεταξύ της ανάπτυξης και της συρρίκνωσης, για πρώτη φορά από τον Σεπτέμβριο του 2009.
Η ίδια εικόνα και για τον μεταποιητικό τομέα της ευρωζώνης, ο οποίος συρρικνώθηκε τον Αύγουστο για έβδομο συνεχόμενο μήνα, με τον τελικό δείκτη PMI να διαμορφώνεται στις 47,0 μονάδες, πολύ κάτω από τις 50 μονάδες.
Τα εργοστάσια στην Ευρώπη μείωσαν το προσωπικό τους για τέταρτο συνεχόμενο μήνα, ενώ οι νέες παραγγελίες υποχώρησαν για ενδέκατο μήνα, όχι γιατί οι εταιρείες δεν μπορούν να δανειστούν, αλλά λόγω της οικονομικής επιβράδυνσης που προκαλούν οι εμπορικές διαμάχες και ο νέος κύκλος δασμών.
Στο σημείο αυτό θα είχε νόημα να επισημάνουμε την άποψη του πρώην επικεφαλής της Fed της Νέας Υόρκης, Μπιλ Ντάντλεϊ, ο οποίος υποστήριξε ότι αν η Fed στις 17 Σεπτεμβρίου υποκύψει στις πιέσεις του Ντόναλτ Τραμπ και προχωρήσει σε περαιτέρω μέτρα τόνωσης, στην ουσία θα τον ενθαρρύνει να ανοίξει νέα μέτωπα στον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα.
Σε αυτό το σενάριο, ο ιδιωτικός τομέας θα αναστείλει περαιτέρω την πρόθεσή του για δαπάνες και επενδύσεις.
Τα αρνητικά επιτόκια ζημιώνουν τον τραπεζικό τομέα
Η εποχή της πρωτοφανούς νομισματικής χαλάρωσης που ξεκίνησε το 2012 όταν ο Super Mario δήλωσε ότι θα κάνει «οτιδήποτε χρειαστεί» για να στηρίξει την ευρωζώνη, σηματοδότησε τη στροφή προς τα αρνητικά επιτόκια. Το βασικό επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ έπεσε στο μηδέν εκείνη τη χρονιά και οι διαδοχικές μειώσεις το οδήγησαν στο -0,4% το 2016, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα.
Ποιο είναι όμως το κόστος των αρνητικών επιτοκίων για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο;
Ο Βόλκερ Χόφμαν της Ενωσης Γερμανικών Τραπεζών δήλωσε πρόσφατα ότι οι τράπεζες της ευρωζώνης πληρώνουν 7,5 δισ. ευρώ τον χρόνο λόγω των αρνητικών επιτοκίων για τις καταθέσεις που έχουν στην ΕΚΤ.
Το βάρος είναι αξιοσημείωτο, τη στιγμή μάλιστα που δεν είναι πάντα εφικτό να το μεταβιβάσουν σε αρκετούς αποταμιευτές.
Δείτε την απόδοση ιδίων κεφαλαίων πολλών τραπεζών. Παραμένει κάτω από το κόστος κεφαλαίου στις περισσότερες περιπτώσεις, κάτι που υπογραμμίζει πόσο έχει ζοριστεί ο κλάδος για να ανακάμψει από τη χρηματοπιστωτική κρίση.
Οι τράπεζες όμως είναι η κύρια πηγή χρηματοδότησης για τις ευρωπαϊκές εταιρείες και τα νοικοκυριά, κάτι που τις καθιστά έναν σημαντικό μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Η αδυναμία τους με μαθηματική ακρίβεια μεταγγίζεται σε όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η αδυναμία αυτή άλλωστε έχει «συλληφθεί» από τις αγορές, γι' αυτό και πολλές διαπραγματεύονται κάτω από τη λογιστική τους αξία.
Η συζήτηση είναι θέμα χρόνου να κατευθυνθεί προς την ιδέα του «σημείου αντιστροφής», κάτω από το οποίο περαιτέρω μειώσεις του επιτοκίου μιας κεντρικής τράπεζας περιορίζουν τις δραστηριότητες των τραπεζών στον χώρο του δανεισμού. Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε τον προηγούμενο μήνα από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια του Bath, του Sharjah και του Bangor, η ανάπτυξη του δανεισμού ήταν πιο αδύναμη σε χώρες με αρνητικά επιτόκια. Ο αντίκτυπος ήταν μεγαλύτερος σε τράπεζες που χρηματοδοτούνται κυρίως από καταθέσεις λιανικής.
Οι λύσεις:
1. Κατ'' αρχήν θα πρέπει να περιοριστεί η ζημιά των αρνητικών επιτοκίων στις τράπεζες.
Μια επιλογή είναι το λεγόμενο διαβαθμισμένο σύστημα στο οποίο ένα μέρος από τις πλεονάζουσες καταθέσεις των τραπεζών θα εξαιρεθούν από τα αρνητικά επιτόκια.
Η Ελβετία, η Δανία και η Ιαπωνία έχουν παρόμοια συστήματα.
Το tiering είναι επί της ουσίας μία διαδικασία η οποία μειώνει τον αρνητικό αντίκτυπο από τα επιτόκια κάτω του μηδενός στα καθαρά κέρδη των τραπεζών, επιτρέποντας μέρος των αποθεματικών της υπερβάλλουσας ρευστότητας των τραπεζών να μη φέρει το καταθετικό επιτόκιο -το οποίο σήμερα διαμορφώνεται στο -0,4%- αλλά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο είναι στο 0%.
Το σύστημα αυτό, που στην ουσία ακολουθεί το ελβετικό μοντέλο, έχει σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Goldman Sachs το περιθώριο να προστατεύσει τις τράπεζες από το 30% της πλήρους επιβάρυνσης της κερδοφορίας από τη μείωση των επιτοκίων.
Η ανακούφιση θα είναι εμπροσθοβαρής. Τα πρώτα χρόνια, ο αντίκτυπος της μείωσης των επιτοκίων θα είναι ουδέτερος για τον κλάδο και θα είναι μέτρια θετικός για επιλεγμένες τράπεζες όπως η Deutsche Bank, η BNP Paribas και η ABN Amro, με την πρώτη να αποκομίζει και τα μεγαλύτερα οφέλη λόγω του πολύ υψηλού επιπέδου αποθεματικών ρευστότητας που έχει στην ΕΚΤ, σε συνδυασμό με τα χαμηλά επίπεδα κερδοφορίας.
2. Η ΕΚΤ έχει βέβαια και μια άλλη επιλογή, τον επιδοτούμενο δανεισμό.
Αργότερα αυτόν τον μήνα θα ξεκινήσει το τρίτο πρόγραμμα επιδοτούμενων δανείων, γνωστό ως TLTRO, το οποίο θα προσφέρει φθηνά δάνεια στις τράπεζες προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία.
Θα πρέπει όμως να γίνει ορθή χρήση και των δύο παραπάνω εργαλείων, κυρίως στο κομμάτι της γεωγραφικής κατανομής.
Η διαβάθμιση μπορεί να προσφέρει περισσότερη ανακούφιση στις τράπεζες που έχουν περισσότερες πλεονάζουσες καταθέσεις όπως είναι οι γερμανικές, οι γαλλικές και οι ολλανδικές τράπεζες.
Τα φθηνά δάνεια του προγράμματος TLTRO θα πρέπει να κατευθυνθούν κυρίως προς τις τράπεζες της Νότιας Ευρώπης, που έχουν υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης.
3. Η μεγαλύτερη ίσως λύση στην οικονομική φάση που διανύουμε είναι να μετατοπιστεί το βάρος από τις κεντρικές τράπεζες και το πεδίο της νομισματικής πολιτικής στις κυβερνήσεις και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Αυτό όμως απαιτεί πολιτική βούληση και θάρρος σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.
Μέχρι οι δημοσιονομικές αρχές να αναλάβουν επιτέλους το μέρος της ευθύνης τους και να τονώσουν τις οικονομίες μέσω έργων στις υποδομές, την ψηφιακή συνδεσιμότητα και τις νέες τεχνολογίες που συνοδεύουν το νέο κεφάλαιο της κυκλικής οικονομίας -κεφάλαιο που θα εξασφαλίσει και τη βελτίωση του περιβάλλοντος και την αναστροφή των προβλημάτων που έχει ήδη επιφέρει η κλιματική αλλαγή- η δράση των κεντρικών τραπεζών είναι καταδικασμένη να καταστεί στο τέλος της ημέρας μη επαρκής.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 13 Σεπτεμβρίου