Του Βασίλη Γεώργα
Εισιτήριο για το απόλυτο χάος έκοψε η κυβέρνηση σε εκατοντάδες χιλιάδες ελεύθερους επαγγελματίες και εργοδότες με τον νέο ασφαλιστικό νόμο για τα «μπλοκάκια».
Οκτώ μήνες μετά την ψήφιση του φοροεισπρακτικού νόμου 4387/2016 για τις εισφορές όσων αμείβονται με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών, και ενώ επίκειται τον Φεβρουάριο η εφαρμογή του, οι ερμηνευτικές εγκύκλιοι αντί να ξεδιαλύνουν το τοπίο προκαλούν ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση και διαμορφώνουν προϋποθέσεις εμφυλίου πολέμου στις επιχειρήσεις που απασχολούν προσωπικό με ΔΠΥ.
Η αδυναμία της κυβέρνησης να δημιουργήσει εξ αρχής ένα δίκαιο, ξεκάθαρο και ηλεκτρονικά αυτοματοποιημένο στη δομή του πλαίσιο επιμερισμού και καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών με βάση το εισόδημα, πυροδοτεί έναν δυναμίτη στα θεμέλια της οικονομίας, που, καθώς θα αρχίσει να εκρήγνυται από τον ερχόμενο μήνα, θα δημιουργεί όλο και μεγαλύτερες τρύπες στο ασφαλιστικό σύστημα, θα ωθήσει χιλιάδες ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρήσεις σε «ημιπαράνομες» λύσεις εισφοροαποφυγής, και τελικά θα μετατρέψει σε αρένα τις σχέσεις μεταξύ σημερινών ή πρώην εργοδοτών και εργαζομένων.
Το γεγονός ότι οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι με έως και δύο εργοδότες υποχρεούνται να αποδείξουν στον ΕΦΚΑ ότι ανήκουν στην κατηγορία όπου οι εισφορές τους επιμερίζονται με τους εργοδότες τους (13,33% και 6,67%), καθιστά αυτομάτως προβληματική την εφαρμογή του νόμου και μπορεί να οδηγήσει όχι μόνο σε μειώσεις αποδοχών, αλλά σε ρήξεις εργοδοτών - εργαζομένων, απολύσεις και σοβαρές νομικές διενέξεις.
Παράλληλα, ο υπολογισμός των εισφορών με βάση τα εισοδήματα του 2015 δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα ειδικά στις περιπτώσεις που επιχειρήσεις και εργαζόμενοι θα βρεθούν να πληρώνουν εκ των υστέρων εισφορές για πολύ υψηλότερα εισοδήματα σε σύγκριση με τα σημερινά και θα πρέπει να περιμένουν μήνες και ή χρόνια για να γίνουν οι συμψηφισμοί.
Χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες σπεύδουν ήδη να κλείσουν τα βιβλία τους ώστε να αποφύγουν ακόμη και το ελάχιστο χαράτσι που θεσπίζεται, ωστόσο πολλοί θα αναγκαστούν να τα ανοίξουν και πάλι στο μέλλον για να πληρωθούν είτε οφειλές προηγούμενων ετών, είτε νέες δραστηριότητες και θα βρεθούν και πάλι αντιμέτωποι με εισφορές.
Αν η μία πλευρά του προβλήματος με το νέο νόμο -που υποχρεώνει για πρώτη φορά όσους εργάζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες αλλά προσφέρουν υπηρεσίες μισθωτής απασχόλησης («κρυπτόμενη σύμβαση εργασίας») με μπλοκάκια να καταβάλουν μαζί με τους εργοδότες τους τεράστιες εισφορές- έχει να κάνει με την μη ανταποδοτικότητα των θυσιών τους, η άλλη είναι η δαιδαλώδης γραφειοκρατία που συνοδεύει το νέο σύστημα και τα αντικίνητρα που δημιουργεί η πολυπλοκότητα του νόμου στις επιχειρήσεις για να προσλάβουν προσωπικό.
Είναι σχεδόν αδύνατο με τα σημερινά δεδομένα για μια επιχείρηση ή και έναν αυτοαπασχολούμενο να υπολογίσει πόσα χρήματα και πότε πρέπει να καταβάλει, πολύ δε περισσότερο όταν βάση υπολογισμού θα αποτελέσουν τα εισοδήματα του 2015 από τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να γίνονται συμψηφισμοί επιστροφής ή επιπλέον καταβολών. Επιπλέον λόγω της τεχνικής αδυναμίας διασταυρώσεων από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΕΦΚΑ, ακυρώνεται στην πράξη ο έλεγχος για τη σωστή τήρηση των υποχρεώσεων εργοδοτών και εργαζομένων.
Το μόνο ξεκάθαρο καθεστώς του νέου νόμου είναι αυτό που προβλέπει πως όσοι είναι μισθωτοί σε κάποια επιχείρηση και παράλληλα εισπράττουν αμοιβή ως ελεύθεροι επαγγελματίες από άλλους εργοδότες, θα επωμιστούν αποκλειστικά εκείνοι όλο το βάρος των πρόσθετων εισφορών για το μπλοκάκι τους. Θα πληρώνουν δηλαδή το 20% επί του καθαρού εισοδήματος για ασφαλιστικές εισφορές καθώς και τα ποσοστά επί του εισοδήματος τους που αναλογούν σε εισφορές υγείας (6,9%), εισφορές για το επικουρικό (7%) και εφάπαξ (4%) όπου προβλέπονται και ανεβάζουν στο 38,1% το σύνολο των επιβαρύνσεων.
Αντίστοιχα θα γίνεται και από όσους ελεύθερους επαγγελματίες έχουν από τρεις εργοδότες και πάνω, καθώς και σε αυτή την περίπτωση το σύνολο των εισφορών θα επιβαρύνει τους ίδιους τους εργαζόμενους και μόνο ο οποίος θα ασφαλίζεται ως αυτοαπασχολούμενος.
Μύλος με τους 2+1 εργοδότες
Η απόλυτη σύγχυση, από την άλλη πλευρά, προκύπτει όταν ο ελεύθερος επαγγελματίας που παρέχει υπηρεσίες σε μέχρι δύο εργοδότες, βρει στη διάρκεια του έτους μια τρίτη απασχόληση και κόψει έστω και μια απόδειξη. Ενώ στην περίπτωση του ενός ή δύο εργοδοτών, οι εισφορές 20% επιμερίζονται (13,33% για τον εργοδότη και 6,67% για τον εργαζόμενο), στην περίπτωση που βρεθεί στο μεσοδιάστημα και τρίτος εργοδότης τα πράγματα αλλάζουν. Τότε ο εργαζόμενος επωμίζεται εξ ολοκλήρου τις εισφορές και από τις άλλες δύο εργασίες του και οι εργοδότες του απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής του 13,33% έως ότου ο απασχολούμενος επιστρέψει πάλι στο καθεστώς του ενός ή δύο εργοδοτών. Πρόκειται για μια πρόβλεψη του νόμου που δημιουργεί τεράστια γραφειοκρατία και καθιστά πολύπλοκο τον υπολογισμό του κόστους τόσο για τους εργοδότες όσο και για τους απασχολούμενους.
Πότε πληρώνει ο εργοδότης
Οι εισφορές επιμερίζονται μεταξύ εργοδοτών (13,33%) και εργαζομένων (6,67%) μόνον εφόσον ο απασχολούμενος έχει έναν ή δύο εργοδότες από τους οποίους πληρώνεται με ΔΠΥ και το εισόδημά του προέρχεται από την άσκηση διαρκούς και όχι ευκαιριακής επαγγελματικής δραστηριότητας. Το πρόβλημα είναι πως σε καμία εγκύκλιο δεν διευκρινίζεται πώς θα γίνεται αυτή η διάκριση μεταξύ της «διαρκούς» και της «ευκαιριακής» απασχόλησης, ενώ παρότι υπάρχει σχετική πρόβλεψη στην εγκύκλιο και για τον επιμερισμό των πρόσθετων εισφορών (υγείας, επικούρησης, εφάπαξ), διευκρινίσεις θα χρειαστεί να δοθούν με νεότερες εγκυκλίους.
Για τους ελεύθερους επαγγελματίες που υπογράφουν με τον εργοδότη τους ετήσια σύμβαση και συνεπώς ασφαλίζονται ως μισθωτοί με τις εισφορές τους να επιμερίζονται, οι εισφορές υπολογίζονται με ανώτατο ετήσιο όριο ασφαλιστέου εισοδήματος το ποσό των 70.320 ευρώ. Στην πράξη οι εισφορές υπολογίζονται στο συνολικό ποσό του Δελτίου Παροχής Υπηρεσιών ακόμη και αν αυτό είναι μεγαλύτερο από το μηνιαίο ποσό των 586 ευρώ (5.860 ευρώ ελάχιστο τεκμαρτό) εφόσον δεν ξεπερνά στο σύνολο του έτους τα 70.320 ευρώ (ανώτατο ετήσιο όριο).
Αν η σύμβαση είναι διάρκειας μικρότερης του ενός έτους, ως βάση υπολογισμού των εισφορών χρησιμοποιείται το μηνιαίο όριο των 5.860,80 ευρώ. Έτσι στην περίπτωση που ο επαγγελματίας εισπράττει λιγότερα από 586 ευρώ κάθε μήνα, εργοδότης και εργαζόμενος θα πληρώνουν αναλογικά την εισφορά επί του πραγματικού «μισθού», αλλά στο τέλος του έτους ο εργαζόμενος θα πρέπει να πληρώσει ο ίδιος τα υπόλοιπα που χρειάζονται μέχρι να φτάσει στο κατώτατο όριο του εισοδήματος των 586 ευρώ.
Σε όλες τις περιπτώσεις που υπάρχουν διχογνωμίες γιατί κάτι που άλλαξε στα μέσα της χρονιάς (π.χ. βρέθηκαν περισσότεροι των 2 εργοδοτών ή κόπηκε μικρότερο ποσό από το ελάχιστο), τότε όλα θα ξεκαθαρίζονται στο τέλος της κάθε χρονιάς με συμψηφισμούς.
Στην περίπτωση που η ίδια εταιρεία απασχολεί τον εργαζόμενο τόσο ως μισθωτό όσο και ως ελεύθερο επαγγελματία πληρώνοντάς τον και με ΔΠΥ, οι εισφορές ασφάλισης θα επιβάλλονται επί του συνόλου των αμοιβών επιβαρύνοντας με 13,3% τον εργοδότη και με 6,67% τον εργαζόμενο, και αντίστοιχα θα επιμερίζονται οι εισφορές υγείας 7,1% κλπ. Η υποχρέωση αυτή είναι πολύ πιθανό ότι θα οδηγήσει σε πιέσεις προς τους εργαζόμενους να αποδεχθούν de facto μείωση μισθού μέσω της διακοπής της επιπρόσθετης αμοιβής που λαμβάνουν από το μπλοκ παροχής υπηρεσιών.
Πεδίο μάχης εργοδοτών-εργαζομένων ο ΕΦΚΑ
Η χειρότερη, ίσως, έκφανση αδυναμίας της κυβέρνησης να διαμορφώσει προϋποθέσεις ομαλής εφαρμογής του νόμου είναι ότι αντί να δημιουργήσει, όπως είχε προαναγγείλει, σύστημα ηλεκτρονικής υποβολής και παρακολούθησης των εισφορών, πετάει το μπαλάκι στους περίπου 120.000-150.000 εργαζόμενους που εκτιμάται ότι υπάγονται σε αυτή την κατηγορία, για να τα βρουν ή να καταγγείλουν τους εργοδότες τους!
Η εγκύκλιος για όσους έχουν μέχρι και δύο εργοδότες, προβλέπει ότι πρέπει να αναγράφουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στις αποδείξεις που εκδίδουν ότι εμπίπτουν στις διατάξεις του νόμου για τον επιμερισμό των εισφορών. Ο εργοδότης, από την πλευρά του, θα πρέπει να εντάσσει τον αυτοαπασχολούμενο στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση με την πλήρη καταγραφή των εισφορών. Μόνον έτσι θα είναι εφικτός ο επιμερισμός του κόστους μεταξύ της επιχείρησης (13,33%) και του απασχολούμενου (6,67%). Αν για οποιοδήποτε λόγο ο εργοδότης δεν το κάνει, τότε ο εργαζόμενος θα πρέπει ουσιαστικά να τον καταγγείλει με υπεύθυνη δήλωση προς τον ΕΦΚΑ στην οποία θα δηλώνει το ΑΦΜ της επιχείρησης και όποια άλλα στοιχεία αποδεικνύουν ότι θα έπρεπε να έχει υπαχθεί στο συγκεκριμένο καθεστώς ασφάλισης. Προβλέπεται διαδικασία ένστασης από τον εργοδότη και τελικά αφού ξεκαθαρίζουν τα πράγματα οι… υπηρεσίες του ΕΦΚΑ θα λαμβάνουν τις τελικές αποφάσεις. Μέχρι οι υπηρεσίες να ξεκαθαρίσουν τι ισχύει, ο ασφαλισμένος θα καταβάλει εισφορές ως μη μισθωτός, δηλαδή θα πρέπει να πληρώνει το σύνολο των εισφορών ο ίδιος…