Αν το ζητούμενο για την κυβέρνηση ήταν να ενδύσει επικοινωνιακά τις περικοπές στις συντάξεις και την αύξηση των φόρων με τον μανδύα ενός «παράλληλου προγράμματος» κοινωνικών αντίμετρων και σταδιακής εφαρμογής των περικοπών, ο στόχος φαίνεται να αποτυγχάνει πριν καν ξεκινήσει η συζήτηση.
Στο τραπέζι αυτή τη στιγμή βρίσκεται μόνο η ισχυρή πίεση προνομοθέτησης των νέων μέτρων θα διασφαλίζουν το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ αθροίζοντας ένα ποσό πρόσθετων εσόδων μόνιμης απόδοσης 3,6 δισ. ευρώ για τον προϋπολογισμό του 2019 και του 2020. Οι όποιες διαρροές για «δημοσιονομικά ουδέτερη συμφωνία» με ισόποσα μέτρα στήριξης των κοινωνικά ευπαθών ομάδων, χαρακτηρίζονται ως φληναφήματα από πηγές των δανειστών, δημιουργώντας ισχυρούς πονοκεφάλους στο εσωτερικό της κυβέρνησης που επιχειρεί να διαχειριστεί μια αντικειμενικά επώδυνη συμφωνία.
Οι δανειστές φέρονται να έχουν απορρίψει κατηγορηματικά σχεδόν όλο το πακέτο των προτάσεων που υπέβαλε το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης τόσο για τον χρόνο και το ύψος περικοπών στις συντάξεις και το αφορολόγητο, όσο και για τα «συνοδευτικά» αντίμετρα. Στην πρώτη περίπτωση η κυβέρνηση φέρεται να έχει προτείνει οι περικοπές στις συντάξεις που υπολογίζονται σε ένα ποσό μεταξύ 1,4 έως 1,8 δισ. ευρώ να (0,75% - 1% του ΑΕΠ) να γίνουν με τη σταδιακή κατάργηση της προσωπικής διαφοράς μετά το 2020, ενώ στη δεύτερη οι προτάσεις που υποβλήθηκαν για τα αντίμετρα συντείνουν στο ότι αυτά θα πρέπει να απευθύνονται στους φορολογούμενους με χαμηλότερα εισοδήματα οι οποίοι θα υποστούν απώλειες από τις επερχόμενες επιβαρύνσεις.
Στον αντίποδα επιδίωξη του κουαρτέτου αυτή τη στιγμή είναι οι περικοπές στις συντάξεις να γίνουν άμεσα και εφάπαξ από το 2019, ενώ υπό συζήτηση βρίσκεται και η λήψη πρόσθετων μέτρων που θα καλύψουν το δημοσιονομικό κενό του 2018 το οποίο υπολογίζεται μεταξύ 300-700 εκατ. ευρώ ανάλογα με τους υπολογισμούς που γίνονται για την υπεραπόδοση του 2016 και την συνεισφορά των ήδη εφαρμοζόμενων μέτρων τα επόμενα χρόνια.
Η προσέγγιση του ΔΝΤ, επίσης, για το μείγμα των όποιων ελαφρύνσεων κριθεί σκόπιμο να γίνουν υπό τον όρο ότι η Ελλάδα θα επιτυγχάνει από το επόμενο έτος τον στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα 6,3 δισ. ευρώ, απέχει παρασάγγας από τις θέσεις της κυβέρνησης για μειώσεις στον ΕΝΦΙΑ των χαμηλών εισοδημάτων με παράλληλη επιβάρυνση της περιουσίας, την μεταφορά τροφίμων στον χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ και την μείωση του ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα. Οι δανειστές έχουν στείλει το μήνυμα πως εφόσον πρόκειται να συμφωνηθούν κάποιες φοροαπαλλαγές στο μέλλον, αυτές θα πρέπει να είναι στοχευμένες κυρίως στις επιχειρήσεις και τα βαρέως φορολογούμενα εισοδήματα, ώστε να παρέχουν αναπτυξιακά κίνητρα.
Στις τελευταίες εκθέσεις του για την Ελλάδα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει περιγράψει ως ιδανικά αναπτυξιακά αντίμετρα, τις μειώσεις των ανώτατων φορολογικών συντελεστών που ισχύουν σήμερα για τα επιχειρηματικά κέρδη και τα εισοδήματα των φυσικών προσώπων, τη μείωση των υψηλών συντελεστών ΦΠΑ ενώ στη συζήτηση έχει μπει και η μείωση των εισφορών.
Οι διαφωνίες για το ύψος των προληπτικών μέτρων της τριετίας 2018-2020, το χρόνο εφαρμογής τους και το είδος των «αντίμετρων» που δύναται να εφαρμοστούν, αποτελούν κομβικό στοιχείο της τρέχουσας διαπραγμάτευσης και έρχονται να προστεθούν στο εξίσου σοβαρό αντικείμενο τριβής μεταξύ Αθήνας και δανειστών που έχει να κάνει με την εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος.
Η κυβέρνηση βρίσκεται ήδη στα βαθιά, έχοντας στα χέρια μια εξαιρετικά δύσκολη αξιολόγηση που αποδεικνύεται πολύ βαρύτερη των προηγούμενων, και για την οποία κανείς δεν βάζει το χέρι του στη φωτιά ότι μπορεί να κλείσει έγκαιρα και χωρίς μεγάλο πολιτικό κόστος.
Βασίλης Γεώργας