«Η επιστροφή στο προ του 2009 περιβάλλον εργασιακών ρυθμίσεων δεν συνιστά επιστροφή στην κανονικότητα, αλλά στη στρέβλωση. Αν θέλουμε να οικοδομήσουμε ένα νέο πλαίσιο εργασιακών σχέσεων, οδηγός μας πρέπει να είναι το μέλλον μίας διεθνώς ανταγωνιστικής οικονομίας και όχι το παρελθόν μίας κρατικοδίαιτης και αντιπαραγωγικής κοινωνίας».
Αυτά επισημαίνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων, προσθέτοντας ότι μία παλινδρόμηση στο καθεστώς των εργασιακών σχέσεων που ίσχυαν, μέχρι τότε, δεν είναι σε καμία περίπτωση το ζητούμενο για την οικονομία, τον εργαζόμενο και τις επιχειρήσεις, το 2016.
Ασκώντας δε κριτική στο σύστημα που εφαρμόσθηκε στο παρελθόν, τονίζει ότι «ο σφιχτός εναγκαλισμός της δημόσιας σφαίρας από τις πελατειακές ομάδες που ωφελούνται από την υπερ-ρύθμιση της οικονομίας, γενικότερα, ήταν τόσο ισχυρός που το πολιτικό σύστημα προτίμησε να καταστρέψει την οικονομία της χώρας μέσα από τον υπερδανεισμό και τη διαχρονική άρνηση να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις απελευθέρωσης αγορών».
Κατά τον Σύνδεσμο, η έμφαση πρέπει να δοθεί στην αντιμετώπιση των δυσμενών κοινωνικών επιπτώσεων από την απώλεια των θέσεων εργασίας από τις αναδιαρθρώσεις, τεράστιου αριθμού υπερχρεωμένων ιδιωτικών επιχειρήσεων και τις ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων (ένα κεφάλαιο, που, όπως αναφέρει, δεν άνοιξε ακόμη), «δημιουργώντας, παράλληλα, τις προϋποθέσεις για προσέλκυση επενδύσεων που θα αναπλήρωναν τις χαμένες θέσεις, αλλά με βιώσιμο τρόπο».
Ο ΣΕΒ αναφέρει ακόμη ότι το τελειότερο σύστημα εργασιακών ρυθμίσεων δεν θα μπορούσε από μόνο του να μας βγάλει από τα αδιέξοδα που βιώνει η ελληνική οικονομία, καθώς αυτά «δεν πρόκειται να εξαλειφθούν μόνο και μόνο επειδή ο κατώτατος μισθός θα ορίζεται από συλλογικές διαπραγματεύσεις ή, επειδή αναβίωσε η υποχρεωτική διαιτησία ή, επειδή θα έχουμε γενικότερη επιστροφή σε πιο περιοριστικές ρυθμίσεις στα εργασιακά, όπως πολλοί ευαγγελίζονται».
Σχολιάζοντας τις εξελίξεις στην οικονομία, ο Σύνδεσμος αναφέρει, εξάλλου ότι «η καλή πορεία των εσόδων και η συγκράτηση των ταμειακών δαπανών του προϋπολογισμού, παρά την αύξηση επιχορηγήσεων σε ασφαλιστικούς φορείς και νοσοκομεία και, πριν την έναρξη του προγράμματος αποπληρωμής ληξιπροθέσμων οφειλών του κράτους, συμβάλλουν στη διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος του τακτικού προϋπολογισμού σε επίπεδο καλύτερο του προϋπολογισθέντος».
Τέλος, για την αγορά ακινήτων, επισημαίνει ότι τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τις συμβολαιογραφικές πράξεις καταγράφουν την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων και την πλήρη απαξία του ακινήτου, όχι μόνο στην αγορά, αλλά και στη συνείδηση της ελληνικής οικογένειας και τη μετάταξή του από «αγαθό» σε «άγος». «Το αποτέλεσμα είναι, από τη μία πλευρά, η ραγδαία πτώση και των γονικών παροχών και, από την άλλη, η εκτίναξη των αποποιήσεων κληρονομιάς, καθώς πανικόβλητοι κληρονόμοι προσπαθούν να αποφύγουν τα γνωστά και άγνωστα βάρη που πλέον κουβαλά μία κληρονομιά» καταλήγει ο Σύνδεσμος.