Του Βασίλη Γεώργα
Αγωνιώδη μηνύματα ώστε να μην φανεί ότι οι διαπραγματεύσεις κυβέρνησης και δανειστών οδηγούνται σε ναυάγιο, εκπέμπουν από χθες το βράδυ ελληνικές και ευρωπαϊκές πηγές. Πληροφορίες κάνουν λόγο για «στροφή» στη στρατηγική της κυβέρνησης με αποχρωματισμό των κόκκινων γραμμών στα μεγάλα αγκάθια της 2ης αξιολόγησης και για «σύγκλιση» με τις θέσεις του ΔΝΤ και της ευρωζώνης, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ακόμη σαφής εικόνα.
Πρόκειται για μια εικόνα που μοιάζει «μαγική» δεδομένων των μεγάλων αποκλίσεων που υπήρχαν μέχρι χθες, και η οποία δεν αποκλείεται να εντάσσεται στην προσπάθεια επικοινωνιακής διαχείρισης της δεύτερης αξιολόγησης ενόψει της αδυναμίας αυτή να κλείσει πριν τις Ολλανδικές εκλογές της 15ης Μαρτίου.
Γεγονός είναι πάντως ότι τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το υφεσιακό πισωγύρισμα στην οικονομία το 2016 και η πιθανότητα απότομης διακοπής των συζητήσεων μετά την αποψινή αποχώρηση των λόγω της έλλειψης ουσιαστικής προόδου, θορύβησαν την κυβέρνηση και δεν αποκλείεται να συνέβαλαν ώστε μετά το σημερινό υπουργικό συμβούλιο και τις κορώνες που ακούστηκαν εκεί, να επιχειρείται μετατόπιση θέσεων της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας προς την πλευρά των απαιτήσεων που προβάλλουν οι δανειστές.
Δεν υπάρχουν ακόμη σαφείς ενδείξεις ότι μια τεχνική συμφωνία είναι χρονικά κοντά –αντίθετα όλοι δείχνουν ότι οι συζητήσεις θα συνεχιστούν και πέραν του Μαρτίου ενδεχομένως και μέχρι τον Μάιο-ωστόσο το κλίμα που επιχειρείται να διαμορφωθεί είναι ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε «κατάρρευση» των διαπραγματεύσεων, αλλά σε συνέχισή τους.
Σε αυτό φαίνεται να συμβάλλουν και οι πληροφορίες που διοχετεύονται από ευρωπαϊκές πηγές ότι στο τραπέζι υπάρχει πλέον και «υποσχετική» για συμπερίληψη στην τελική συμφωνία, μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους μετά το 2018 και αναπροσαρμογή του ύψους των πρωτογενών πλεονασμάτων σε επίπεδα χαμηλότερα του 3,5% του ΑΕΠ από το 2021-2022.
Αν πρόκειται να υπάρξουν τέτοιες αποφάσεις, αυτές πάντως είναι ξεκάθαρο ότι θα επικυρωθούν από κάποιο επόμενο Eurogroup το οποίο θα πραγματοποιηθεί σε μεταγενέστερο χρόνο της ψήφισης των μέτρων που θα προηγηθεί.
Το κλίμα που επιχειρείται να καλλιεργηθεί από την πλευρά της κυβέρνησης είναι πάντως ότι από χθες το βράδυ υπάρχει «πρόοδος» στις διαπραγματεύσεις για το συνταξιοδοτικό και τα δημοσιονομικά μέτρα του 2019-2020 ενώ παρόμοιες πληροφορίες διοχετεύονται και εκ μέρους ευρωπαϊκών πηγών που αναφέρονται σε «ουσιαστικές συγκλίσεις» μετά τις χθεσινοβραδινές διαπραγματεύσεις.
Για το λόγο αυτό πρόκειται να συνεχιστούν και σήμερα οι συζητήσεις παρότι οι δανειστές είχαν στείλει το μήνυμα ότι θα αναχωρήσουν από την Αθήνα ενόψει και του EWG της Πέμπτης. Τα κλιμάκια θα αποχωρήσουν την Τετάρτη αφού πρώτα έχουν ένα νέο γύρο συζητήσεων σήμερα για το υπερταμείο και τα δημοσιονομικά. Η συνεδρίαση του EWG θα φανεί αν πρόκειται να επιστρέψουν το επόμενο διάστημα στην Αθήνα.
Όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες οδηγούσαν χθες στην εκτίμηση ότι η κυβέρνηση είναι πλέον περισσότερο πρόθυμη να αποδεχθεί τις απαιτήσεις της ευρωζώνης και του ΔΝΤ τόσο για μειώσεις 1,8 δισ. ευρώ στις συντάξεις μέσα από την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς το 2020 όσο και την μείωση του αφορολόγητου ορίου κατά 1,8 δισ. ευρώ επίσης, από το 2019.
Πηγές που είναι σε θέση να γνωρίζουν λεπτομέρειες για τις διαπραγματεύσεις αναφέρουν ότι η κυβέρνηση έχει ήδη αποδεχθεί την απαίτηση των δανειστών για πακέτο μέτρων 3,6 δις. ευρώ ή 2% του ΑΕΠ σε δύο δόσεις και δεν διαπραγματεύεται πλέον τη μείωσή. Διευκρινίζουν επίσης ότι κανένα από τα δύο αυτά μέτρα δεν προορίζονται για εφαρμογή μέσα στο 2018, καθώς το δημοσιονομικό κενό της επόμενης χρονιάς θα κλείσει με άλλα μέτρα.
Η μείωση του αφορολόγητου ορίου κατά 1% έχει ήδη «κλειδώσει» για το 2019 χωρίς να είναι γνωστές οι τεχνικές λεπτομέρειες, ενώ αν δεν αλλάξει κάτι στις σημερινές διαπραγματεύσεις της υπουργού Εργασίας Έφης Αχτσιόγλου με τους δανειστές (νέα συνάντηση στις 15.00), φαίνεται πως οι δύο πλευρές είναι εγγύτερα πλέον να οριστικοποιήσουν την περικοπή της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 1% του ΑΕΠ το 2019. Το συγκεκριμένο θέμα αποτελούσε «αγκάθι» καθώς η κυβέρνηση υποστήριζε τη θέση ότι θα πρέπει να υπάρχει σταδιακή κατάργηση της προσωπικής διαφοράς από το 2020 έως το 2025.