Την ώρα που η Πρόεδρος της ΕΚΤ κ. Λαγκάρντ ανακοίνωνε τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τον τερματισμό του προγράμματος αγοράς ομολόγων (APP) και προ-ανακοίνωνε αύξηση των επιτοκίων τον Ιούλιο και ενδεχομένως μια ακόμη μεγαλύτερη τον Σεπτέμβριο οι αποδόσεις στην αγορά κρατικών ομολόγων εκτινάσσονταν στα ύψη. Την ημέρα της συνέντευξης της το ελληνικό δεκαετές ξεπέρασε το 4% και το ιταλικό το 3,5%. Την Τρίτη 14 Ιουνίου το ελληνικό δεκαετές ξεπέρασε το 4,7% με τη διαφορά από το αντίστοιχο γερμανικό να διαμορφώνεται περίπου στις 300 μονάδες βάσης με ανοδική τάση. Αντίστοιχα η απόδοση στο ιταλικό 10ετές διαμορφώθηκε πάνω από το 4% με τη διαφορά από το γερμανικό να πλησιάζει τις 250 μoνάδες βάσης.
Η εξέλιξη αυτή προκαλεί τεράστιες ανησυχίες όχι μόνο στην Ελλάδα και Ιταλία αλλά και στις Βρυξέλες και στη Φρανκφούρτη αφού το ενδεχόμενο μιας επανάληψης της κρίσης χρέους του 2010 δεν είναι τόσο μακρινή όσο φάνταζε πριν λίγους μήνες όταν τα επιτόκια δανεισμού ήταν σε ιστορικά χαμηλά. Το μεγάλο πρόβλημα για την ΕΚΤ που θέλει να ελέγξει τον πληθωρισμό είναι αν θα λειτουργήσει η νομισματική πολιτική της σε ένα περιβάλλον με διευρυνόμενες διαφορές στις αποδόσεις κρατικών ομολόγων. Δεν ήταν τυχαία κατά τη συνέντευξη η ειδική αναφορά της κ. Λαγκάρντ στην Ελλάδα.
Η μεγάλη διαφορά σε σχέση με το 2010 είναι ότι σε περίπτωση που το επόμενο διάστημα συνεχίσουν να ανεβαίνουν τα επιτόκια η Ιταλία – της οποίας το δημόσιο χρέος ξεπερνά το 2,5 τρις ευρώ – θα βρεθεί στην κόκκινη ζώνη της μη βιωσιμότητας του χρέους της. Η Ιταλία είναι η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία και μια κρίση χρέους δε θα είναι διαχειρίσιμη από τους υφιστάμενους μηχανισμούς της ευρωζώνης.
Για την Ελλάδα παρά τη μεγάλη αύξηση του χρέους σε σχέση με το 2009 - όταν το χρέος ήταν στα 300 δισ. ενώ τώρα πλησιάζει τα 360 δισ. - οι συνθήκες σήμερα είναι πιο ευνοϊκές. Ο βασικός λόγος είναι ότι ένα μεγάλο μέρος του δημόσιου χρέους πάνω από το 70% διακρατείται από τους θεσμούς και είναι εκτός αγορών. Η μέση διάρκειά του είναι από τις μεγαλύτερες στην ευρωζώνη. Τέλος, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ένα σημαντικό αποθεματικό το οποίο όμως θα αρχίσει να απομειώνεται αν αποφασιστεί να μην υλοποιηθεί το πρόγραμμα δανεισμού το οποίο είχε προ-ανακοινωθεί και συνεχιστεί και το 2022 άκριτα η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική του 2021.
Οι εξελίξεις αυτές δείχνουν ότι οι αποφάσεις για τη δημοσιονομική πολιτική ειδικά το 2021 προκρίθηκαν με κριτήρια πελατειακά και όχι με κριτήρια δημοσιονομικά και αποτελεσματικότητας. Έτσι το 2021 παρά τη μεγάλη οικονομική μεγέθυνση το δημόσιο έλλειμμα παρέμεινε σχετικά υψηλό. Επιπρόσθετα στις αποφάσεις για τη διαχείριση του αποθεματικού και του προγράμματος δανεισμού δεν αξιολογήθηκαν σωστά οι κίνδυνοι από την αύξηση των επιτοκίων μετά τον τερματισμό των προγραμμάτων αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ.
Ο μεγάλος κίνδυνος για την Ελλάδα σήμερα αφορά το κόστος δανεισμού από εδώ και στο εξής το οποίο δύσκολα θα πέσει κάτω από το 4%. Αυτό είναι υψηλότερο από το επιτόκιο με το οποίο έγιναν οι ασκήσεις βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Αυτό σημαίνει ότι καθώς θα περνάνε τα χρόνια θα αυξάνεται το μέσο κόστος δανεισμού και θα μειώνεται η μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους η χώρα θα δοκιμάζεται από τις επιλογές των επενδυτών όταν θα διαπιστώνουν ότι η εκάστοτε ακολουθούμενη αναπτυξιακή και δημοσιονομική πολιτική δεν υπηρετεί το στόχο της μείωσης του χρέους.
Στον σκοτεινό και απρόβλεπτο κόσμο του Game of Thrones η ανάγκη λήψης μέτρων πρόληψης για να αντιμετωπιστούν οι αρνητικές εξελίξεις περιγράφονταν με τη ρήση «winter is coming». Μπορεί οι Έλληνες μετεωρολόγοι να προβλέπουν ένα θερμό καλοκαίρι για φέτος αυτό όμως δεν αφορά το ΥΠΟΙΚΟ της χώρας γιατί για το δημόσιο χρέος «winter is here». Αυτό ρίχνει βαριά τη σκιά του στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και στις προσδοκίες της κοινωνίας που ταλαιπωρείται πάνω από μια δεκαετία από τις συνέπειες αλλεπάλληλων κρίσεων.
*Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι Πρώην Υπουργός Οικονομικών.