Ο πρωθυπουργός έχει δεσμευτεί κατ’ επανάληψη ότι ο μεικτός μισθός έως το τέλος του 2027 θα έχει φτάσει στα 1.500 ευρώ. Δεν έχει μιλήσει όμως για το ύψος των καθαρών αποδοχών, στο οποίο αντιστοιχεί αυτό το νούμερο.
Αν λάβουμε υπόψη μας αυτά που ισχύουν σήμερα, τα 1.500 μεικτά, αντιστοιχούν σε όχι πάνω από 1.148 ευρώ, καθώς έχει λαμβάνειν και η εφορία και το ασφαλιστικό ταμείο. Οι κρατήσεις, θα περιοριστούν ελάχιστα από τις αρχές του χρόνου λόγω μείωσης της ασφαλιστικής εισφοράς του εργαζόμενου κατά 0,5%. Θα αντιστοιχούν λιγότερα από 208 ευρώ που παρακρατούνται σήμερα για τον ΕΦΚΑ. Ο φόρος εισοδήματος όμως που επίσης «ροκανίζει» 144 ευρώ από τα καθαρά, θα μείνει στο ύψος του. Και κάθε φορά που θα έρχεται μια αύξηση στις μεικτές αποδοχές, ο παρακρατούμενος φόρος θα αυξάνεται και μάλιστα με μεγαλύτερη ταχύτητα.
Ερχόμαστε, λοιπόν, στο επόμενο κεφάλαιο που θέλει να ανοίξει η κυβέρνηση. Ο μέσος μισθός να αντιστοιχεί σε όσο το δυνατόν περισσότερα καθαρά. Άλλωστε, αυτό είναι που γίνεται αντιληπτό από τη μεσαία τάξη: τα καθαρά που μπαίνουν στην τσέπη. Όσο περισσότερα, τόσο καλύτερα αντιμετωπίζεται το μείζον ζήτημα της ακρίβειας.
Οι λύσεις που μπορούν να δοθούν για την αύξηση των καθαρών αποδοχών δεν είναι και πολλές. Οι ονομαστικές αυξήσεις είναι θέμα του ιδιωτικού τομέα σε ό,τι αφορά στον μέσο μισθό. Και για το δημόσιο, το… μονοπάτι που θα ακολουθηθεί είναι ξεκάθαρο: 20 ευρώ από 01/04/2025 επιπλέον 40 ευρώ, από 01/04/2026 και άλλα τόσα από την 01/04/2027. Στις ασφαλιστικές εισφορές τα περιθώρια έχουν εξαντληθεί (σ.σ εκκρεμεί μια μείωση της τάξεως του 0,25% από το 2027).
Επομένως, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στη φορολογική κλίμακα και πώς αυτή μπορεί να βελτιωθεί για να οδηγεί σε μικρότερη παρακράτηση άρα και σε αύξηση των καθαρών αποδοχών, τουλάχιστον για τα μεσαία εισοδήματα που αφορούν και στο μεγαλύτερο κομμάτι του ενεργού επαγγελματικά πληθυσμού.
Όπου σταθούν και όπου βρεθούν, τα κυβερνητικά στελέχη επισημαίνουν ότι οι όποιες πρόσθετες ελαφρύνσεις θα πρέπει να είναι κομμένες και ραμμένες στις αντοχές του Προϋπολογισμού. Όταν κινδυνεύει με πτώση η κυβέρνηση της Γαλλίας, λόγω της κατάθεσης στις Βρυξέλλες ενός Προϋπολογισμού που περιλαμβάνει μέτρα λιτότητας για να εκπληρωθεί ο στόχος των πρωτογενών δαπανών, όταν 8 χώρες της Ευρωζώνης δεν έχουν εκπληρώσει ακόμη τις υποχρεώσεις τους αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο των κυρώσεων, είναι μάλλον σαφές ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να κάνει ακτιβισμούς, ανεξάρτητα από τι ακούγεται δεξιά και αριστερά για περιθώρια παροχών.
Υπάρχει όμως ένας «αστερίσκος» στο Σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο μπορούμε κάλλιστα να εκμεταλλευτούμε: προβλέπεται ότι αν ο Προϋπολογισμός ισοσκελιστεί (δηλαδή παραχθεί πρωτογενές πλεόνασμα ικανό να αποπληρώνει τους τόκους εξυπηρέτησης του χρέους), ακόμη και να αυξηθούν πάνω από τα επιτρεπόμενα όρια οι καθαρές δαπάνες, δεν δημιουργείται ζήτημα περί διαδικασίας παραβίασης του Συμφώνου.
Είμαστε πολύ κοντά στο να ισοσκελίσουμε τον Προϋπολογισμό μας και αυτό αναμένεται να συμβεί ακόμη και μέσα στο 2025 ή το αργότερο το 2026. Πώς θα συμβεί; Με αύξηση των φορολογικών εσόδων κυρίως από το μέτωπο της φοροδιαφυγής και της καταπολέμησής της.
Είναι κρίσιμο να μείνουμε έξω από το κάδρο αυτή την περίοδο. Να εκπληρώνουμε τους δημοσιονομικούς στόχους, να παράγουμε τα πλεονάσματα που απαιτούνται χωρίς αυξήσεις στους συντελεστές και να ανοίγουμε τον δρόμο για τις επόμενες φορολογικές ελαφρύνσεις, οι οποίες και θα φέρουν την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος για τους πολλούς.