Οι ανορθόδοξες και απρόβλεπτες πολιτικές που εφαρμόζει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κοστίζουν ήδη πολύ ακριβά στους Τούρκους πολίτες καθώς ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 48,7% τον Ιανουάριο. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, διότι οι ανεξάρτητοι αναλυτές τον τοποθετούν έως άνω του 90%. Την ίδια ώρα, η τουρκική λίρα έχει υποτιμηθεί άνω του 40% έναντι του δολαρίου και του ευρώ τον τελευταίο χρόνο, πυροδοτώντας ασφυκτική ακρίβεια σχεδόν στο σύνολο προϊόντων και υπηρεσιών. Ο «λογαριασμός» της στρατηγικής του Ερντογάν έχει κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις και δύσκολα μπορεί στην παρούσα φάση να υπολογιστεί.
Αυτό που μπορεί να υπολογιστεί είναι το κόστος που θα έχει για τους ίδιους τους Τούρκους, το μέτρο που ανακοίνωσε για να εμποδίσει την πλήρη κατάρρευση του νομίσματος. Ο Τούρκος πρόεδρος μπορούσε να προχωρήσει σε διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων, όπως έκανε και στην κρίση του 2018, για να αλλάξει το κλίμα και να ομαλοποιηθεί η κατάσταση στην τουρκική οικονομία. Εξάλλου, η οικονομία της Τουρκίας ήταν από τις λίγες που κράτησαν τόσο καλά μέσα στην πανδημία.
Όμως ο Ερντογάν επέλεξε τον δικό του δρόμο, αυτόν της μείωσης των επιτοκίων, με αποτέλεσμα την ραγδαία υποτίμηση της λίρας και την δολαριοποίηση της οικονομίας. Για να εμποδίσει την πλήρη δολαριοποίηση, ο Τούρκος πρόεδρος ανακοίνωσε το μέτρο προστασίας των καταθέσεων σε λίρες, έναντι του κινδύνου αύξησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Το μέτρο προβλέπει ότι το τουρκικό δημόσιο θα αποζημιώνει τους καταθέτες στην περίπτωση που η άνοδος της ισοτιμίας είναι μεγαλύτερη από το τραπεζικό επιτόκιο, άρα δεν έχουν λόγο να μετατρέψουν τις λίρες σε δολάρια.
Η εφαρμογή του μέτρου σταθεροποίησε τη συναλλαγματική ισοτιμία τον τελευταίο μήνα, αν και σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα πάνω από τις 13,50 λίρες/δολάριο. Ο Ερντογάν βιάστηκε να πανηγυρίσει τη νίκη του κατά των αγορών και ο σύμβουλός του επί των Οικονομικών προέβλεψε ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρούσε τον Ιανουάριο στο 20%, από το 36% του Δεκεμβρίου. Τελικά, ο πληθωρισμός εκτοξεύθηκε στο 48,7% και οι ανησυχίες για τη λίρα επιστρέφουν.
Τι θα συμβεί, λοιπόν, αν η λίρα κατρακυλήσει εκ νέου και το τουρκικό δημόσιο αναγκαστεί όντως να αποζημιώσει τους καταθέτες;
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των αναλυτών της Oxford Economics, το τουρκικό δημόσιο θα μπορούσε, στο δυσμενές σενάριο, να επιβαρυνθεί με περισσότερα από 50 δισ. δολάρια ή 7,5% του ΑΕΠ, για να καλύψει το κόστος των αποζημιώσεων. Αυτό θα συμβεί στην περίπτωση που στο πρόγραμμα συμμετέχει το 40% των καταθετών και το ζεύγος USD/TRY ξεπεράσει τα υψηλά του 2021 και φτάσει στο επίπεδο των 21 λιρών/δολάριο.
Προς το παρόν, η Oxford Economics εκτιμά πως τα δημόσια οικονομικά της χώρας δεν κινδυνεύουν από το συγκεκριμένο μέτρο, όμως επισημαίνει τη μεγάλη μεταβλητότητα που προκαλεί το πολιτικό κλίμα στην Τουρκία. Και αυτό γιατί ενώ η Κεντρική Τράπεζα της χώρας (CBRT) σταμάτησε τις μειώσεις επιτοκίων για να αξιολογήσει την κατάσταση, η πρόθεση του Ερντογάν είναι να συνεχιστούν οι μειώσεις παρά το γεγονός ότι οι συνθήκες απαιτούν μεγάλη αύξηση των επιτοκίων.
Στο μεταξύ, ο οίκος προειδοποιεί ότι η σχετική σταθεροποίηση της λίρας μπορεί ανά πάσα στιγμή να αντιστραφεί υπό το τεράστιο βάρος του πληθωρισμού, που αναμένεται να ωθήσει τα πραγματικά επιτόκια ακόμη πιο βαθιά σε αρνητικό έδαφος από το υφιστάμενο επίπεδο του -22%. Επιπλέον, η CBRT δεν έχει μεγάλα περιθώρια παρεμβάσεων για να εμποδίσει την περαιτέρω διολίσθηση της λίρας. Τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας είναι σε χαμηλό δύο δεκαετιών, ενώ μόνο τον Δεκέμβριο, η CBRT ξόδεψε τουλάχιστον 7,3 δισ. δολάρια για να σταματήσει την κατρακύλα του νομίσματος.
Όπως προκύπτει από τους υπολογισμούς της Oxford Economics, το τουρκικό δημόσιο θα επιβαρυνθεί κατά περίπου 1,2%-1,5% του ΑΕΠ, αν η λίρα υποχωρήσει εκ νέου στα ιστορικά χαμηλά του περασμένου Δεκεμβρίου κοντά στις 18 λίρες/δολάριο και η συμμετοχή των καταθετών στο μέτρο προστασίας διαμορφωθεί στο 20%. Το εν λόγω κόστος είναι υψηλό αφού μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 10 δισ. δολάρια, όμως θεωρείται διαχειρίσιμο.
Αν ο Ερντογάν συνεχίσει να εφαρμόζει ανορθόδοξες πολιτικές που θα πυροδοτήσουν νέες πιέσεις στην αγορά συναλλάγματος, το μέτρο ενδέχεται να αποδειχθεί υπερβολικά κοστοβόρο, φτάνοντας ακόμη και στα 50 δισ. δολάρια, μετατρέποντας ουσιαστικά τη συναλλαγματική κρίση σε δημοσιονομική κρίση.