Για πολλοστή φορά το τελευταίο διάστημα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν… έσπρωξε τη λίρα χαμηλότερα, επαναλαμβάνοντας μέσα στο Σαββατοκύριακο ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να σκύψει το κεφάλι στις πιέσεις που δέχεται το νόμισμα της χώρας και να αυξήσει τα επιτόκια. Αποτέλεσμα ήταν χθες η ισοτιμία με το δολάριο να φτάσει πολύ κοντά στις 14 λίρες, παρά τις δύο παρεμβάσεις που έχει κάνει στην αγορά η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας και να αρχίσουν πάλι οι ανησυχίες για εκτίναξη του πληθωρισμού και περαιτέρω φτωχοποίηση των πολιτών.
Ποτέ δεν πρόκειται να συμβιβαστώ σε αυτό το θέμα γιατί τα υψηλά επιτόκια είναι μία ασθένεια που κάνει πλουσιότερους τους πλούσιος και φτωχότερους τους φτωχούς, τόνισε ο Τούρκος πρόεδρος, προσθέτοντας: «Θεού θέλοντος, σύντομα θα σταθεροποιήσουμε τη συναλλαγματική ισοτιμία».
Η αστάθεια που δείχνει η τουρκική λίρα δεν έχει ακόμη φτάσει στα επίπεδα των νομισματικών κρίσεων του 2018 και του 2001, υπό την έννοια της ανώτερης ημερήσιας διακύμανσης. Το 2018 είχε εμφανίσει μέγιστη ημερήσια διακύμανση της τάξης του 22,8% και 28,4% το 2001, ενώ στην τρέχουσα αναταραχή η μέγιστη ημερήσια διακύμανση που καταγράφηκε ήταν 18,8% στις 23 Νοεμβρίου.
Το ερώτημα είναι γιατί ο Ερντογάν δεν κάνει καθόλου πίσω και ανέχεται τη συνεχή υποτίμηση του νομίσματος;
Πρώτον, ο Τούρκος πρόεδρος γνωρίζει ότι η διολίσθηση της λίρας ενισχύει τις εξαγωγές και ο εξαγωγικός κλάδος είναι αυτός που θέλει να τονώσει αυτή τη στιγμή. Επίσης, έχει στα χέρια του εκτιμήσεις αναλυτών διεθνών οίκων που δείχνουν ότι η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας θα είναι λιγότερο σφοδρή από τη βαθιά ύφεση που ακολούθησε τη νομισματική κρίση του 2018.
Την ίδια ώρα, η εκτίναξη του πληθωρισμού (στο 21,32% τον Νοέμβριο) είναι δεδομένο ότι θα επιφέρει σημαντικό πλήγμα στα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών και θα επηρεάσει πολύ τις καταναλωτικές δαπάνες των επόμενων μηνών. Είναι, λοιπόν, διατεθειμένος να επιτρέψει τη φτωχοποίηση των πολιτών για να πυροδοτήσει έναν νέο αναπτυξιακό κύκλο ενόψει των εκλογών του 2023.
Ο δεύτερος σοβαρός λόγος που κάνει τον Ερντογάν να μην φοβάται ότι η υποτίμηση της λίρας θα οδηγήσει σε κατάρρευση της οικονομίας είναι οι σχεδόν μηδαμινές πιθανότητες που δίνουν αναλυτές για κρατική χρεοκοπία. Διότι μπορεί το χρέος σε ξένο νόμισμα να αντιστοιχεί στο 60% του δημοσίου χρέους σήμερα, έναντι 30% το 2011, όμως συνολικά το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι πάρα πολύ χαμηλό, στο 40% του ΑΕΠ πέρσι και εκτιμάται να φτάσει στο 48% φέτος εξαιτίας της διολίσθησης της λίρας. Επομένως, σε κάθε περίπτωση το χρέος είναι βιώσιμο.
Επιπλέον, αν και οι αποδόσεις των ομολόγων ονομαστικής αξίας σε λίρες, έχει εκτιναχθεί, ο υψηλός πληθωρισμός συνεπάγεται πως τα πραγματικά επιτόκια σε λίρες παραμένουν χαμηλά. Αυτή η παράμετρος συνετέλεσε στη μείωση της αξίας του κρατικού χρέους της Τουρκίας ονομαστικής αξίας σε λίρες, ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά την τελευταία δεκαετία από άνω του 30% σε περίπου 15%.
Και ενώ το χρηματοδοτικό κόστος της Τουρκίας σε δολάρια έχει αυξηθεί, διαμορφώνεται κοντά στο 7%, όταν της Αργεντινής αγγίζει το 20% και της Τυνησίας το 14,5%. Που σημαίνει ότι η χώρα δεν είναι αποκλεισμένη, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, από τις αγορές και πολύ δύσκολα θα πάει σε στάση πληρωμών.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που ο Ερντογάν βάζει σε δεύτερη μοίρα τη φτωχοποίηση του λαού του, ο μεγάλος κίνδυνος για την τουρκική οικονομία δεν είναι άμεσος αλλά σχετίζεται με τις εκλογές του 2023. Το πιθανότερο είναι ο Ερντογάν να ανοίξει τα ταμεία του κράτους όσο πλησιάζει η ώρα της κάλπης, οδηγώντας σε αύξηση των εισαγωγών, γεγονός που θα συντηρήσει τις πιέσεις προς τη λίρα και θα θέσει σε ανοδική τροχιά το χρέος. Κατά συνέπεια, η δημοσιονομική κατάσταση της Τουρκίας – η οποία δεν είναι οριακή ωστόσο επιδεινώνεται συνεχώς την τελευταία δεκαετία – θα επιδεινωθεί περαιτέρω καθώς ο Ερντογάν υιοθετεί το δόγμα «ισχυρή ανάπτυξη με κάθε τρόπο».