Του Χρήστου Ν. Κώνστα
Οι διθυραμβικές ανακοινώσεις του Υπουργείου Υγείας για την δραστική περικοπή της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης προσπαθούν να κρύψουν επιμελώς τα θύματα αυτής της πολιτικής που δεν είναι άλλοι από τους ασθενείς που πληρώνουν από την τσέπη τους.
Ο «Έλληνας ασθενής» πέρυσι πλήρωσε περίπου 600 εκατ. ευρώ ως ιδιωτική συμμετοχή για τα φάρμακα που αγόρασε. Ένα επιπλέον μεγάλο ποσό της τάξης των 630 εκατ. Ευρώ πλήρωσαν πάλι ο ίδιος ο Έλληνας ασθενής για φάρμακα που θα μπορούσαν να συνταγογραφηθούν αλλά η γραφειοκρατία, η περιπλοκότητα του μηχανισμού και τα όρια του νόμου, τον υποχρεώνει να τα πληρώνει από την τσέπη του. Πρόκειται συνήθως για φάρμακα χαμηλού κόστους τα οποία ωστόσο συνολικά επιβαρύνουν σημαντικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Είναι προφανές ότι το μεγαλύτερο κόστος από την «επιτυχία» της μείωσης της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης καταβάλλεται από τις φαρμακευτικές εταιρείες που λειτουργούν στην Ελλάδα. Ο ιδιωτικός τομέας προειδοποιεί την κυβέρνηση ότι αν δεν ορθολογικοποιηθεί το καθεστώς των υποχρεωτικών εκπτώσεων και επιστροφών, θα δημιουργηθούν σημαντικές ελλείψεις φαρμάκων στην αγορά.
Η συνολική εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη το 2018 έφτασε τα 3,6 δισ. ευρώ. Από αυτά μόνον το 1,9 δισ Ευρώ χρηματοδοτήθηκε από τον κρατικό προϋπολογισμό. Το υπόλοιπο κόστος επιβάρυνε τους ατομικούς προϋπολογισμούς των ασθενών και φυσικά τις ιδιωτικές φαρμακευτικές επιχειρήσεις που καταβάλλουν τις υποχρεωτικές επιστροφές και εκπτώσεις (clawback & rebates) που καταβάλει.
Όπως εξήγησε χθες ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), κ. Ολύμπιος Παπαδημητρίου, από το 2012 μέχρι το 2018, ο ιδιωτικός τομέας, δηλαδή οι φαρμακευτικές εταιρείες πλήρωσαν σε υποχρεωτικές επιστροφές κι εκπτώσεις 5,3 δισεκ. ευρώ. Με το ποσό αυτό εξασφαλίσθηκε η πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες τους.
Tο Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, με τη συνεργασία του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος, παρουσίασε μια μελέτη για την «Συμβολή του κλάδου φαρμάκου στην ελληνική οικονομία».
Ως κορυφαίο αναδείχθηκε το μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας. Διαχρονικά καταγράφεται μείωση των γεννήσεων (κατά 36 χιλ. άτομα το 2017) και αύξηση του γηραιότερου πληθυσμού (άνω των 65 ετών), από 21,9% του συνολικού πληθυσμού το 2017 στο 36,5% το 2050.
Είναι προφανές ότι όσο μεγαλώνει σε ηλικία η πλειοψηφία του πληθυσμού αυξάνεται η ανάγκη για φαρμακευτική και υγειονομική περίθαλψη, κάτι που συνεπάγεται και αυξημένη ανάγκη για δημόσια χρηματοδότηση σε δαπάνες υγείας και φαρμακευτική κάλυψη.
Για πόσο καιρό ακόμη θα μπορούν οι Έλληνες να πληρώνουν από την τσέπη τους τα φάρμακα που έχουν ανάγκη σε ένα περιβάλλον μακροχρόνιας ανεργίας και μείωσης του εισοδήματος;