«Στην πολιτική απαιτούνται γρήγορα και μετρήσιμα αποτελέσματα ώστε μία κυβέρνηση να έχει περισσότερο χρόνο για να εφαρμόσει τα μεσοπρόθεσμα και τα μακροπρόθεσμα σχέδιά της», τόνισε ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, στο πλαίσιο του 9oυ Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών.
Το ζήτημα των υποδομών, του τουρισμού και της βιομηχανίας, με το βλέμμα στραμμένο στα επόμενα δέκα χρόνια του μετασχηματισμού, ήταν το αντικείμενο συζήτησης στο οποίο συμμετείχε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
«Για τα επόμενα δέκα χρόνια, χρειάζεται να κάνουμε αναδρομή στα προηγούμενα δέκα χρόνια που η Ελλάδα έζησε την απόλυτη αντίφαση, δύο εντελώς αντίθετες εικόνες», σχολίασε, λέγοντας πως την περίοδο 2015 - 2019 η χώρα ταλαντευόταν μεταξύ ύφεσης και ανάπτυξης, την ώρα που η Ευρώπη είχε ρυθμούς ανάπτυξης 3% με 5%.
«Πρωταθλητές στην ανεργία, η λέξη επένδυση ήταν ανέκδοτο, οι φόροι ήταν μία καθημερινότητα και οι εξαγωγές ήταν κάτω από τον μέσο όρο. Η εντελώς αντίθετη εικόνα άρχισε να εμφανίζεται μετά το 2019. Στην πιο δύσκολη συγκυρία, με πανδημία, πληθωριστική κρίση, επαναφορά του πολέμου κοντά μας, η Ελλάδα έχει 400.000 νέες θέσεις εργασίας, καλύτερα αμειβόμενες από ότι οι προηγούμενες, πενταπλάσιους ρυθμούς ανάπτυξης από ότι στην Ευρώπη και είναι πρώτη σε άμεσες ξένες επενδύσεις και στη μείωση του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ», σημείωσε στη συνέχεια ο υφυπουργός, τονίζοντας πως ο στόχος της πρώτης τετραετίας ήταν να αντιμετωπιστούν οι παθογένειες των περασμένων ετών, ενώ σε αυτή την τετραετία στόχος είναι η αντιμετώπιση των αιτιών.
Αναφερόμενος στον κλάδο του τουρισμού, ο κ. Μαρινάκης επισήμανε πως πέρυσι σημειώθηκε ρεκόρ εσόδων με 32 δισ. και 32,7 εκατομμύρια τουρίστες, υπογραμμίζοντας ότι στους πρώτους μήνες του 2024 διαφαίνεται αύξηση 14% με 20%. «Για να αντέξει η χώρα τους περισσότερους τουρίστες πρέπει να βελτιώσει και άλλο τις υποδομές της. Στην πρώτη τετραετία ξεμπλόκαραν τα έργα, η δεύτερη τετραετία πρέπει να είναι η τετραετία των εγκαινίων» σχολίασε, αναφερόμενος σε έργα που θα διατεθούν την περίοδο 2024 - 2025, μεταξύ των οποίων ο αυτοκινητόδρομος Ε65, το μετρό της Θεσσαλονίκης, η ολοκληρωμένη διαχείριση απορριμμάτων σε όλη την Ελλάδα, ο αυτοκινητόδρομος Πατρών - Πύργου, ανακαινίσεις νοσοκομείων και κέντρων υγείας και αποκαταστάσεις αρχαιολογικών χώρων.
Κλείνοντας ο Υφυπουργός ανέφερε ότι «Οι μεγάλοι στόχοι για τα επόμενα δέκα χρόνια είναι δύο. Να αντιμετωπίσουμε τις αιτίες για να μην βρούμε ξανά μπροστά μας τις παθογένειες. Αιτίες είναι η έλλειψη αξιολόγησης, η κουλτούρα ανομίας, τα λαϊκά δικαστήρια και ο λαϊκισμός. Είναι μια δύσκολη μάχη. Και δεύτερος στόχος είναι το εισόδημα των πολιτών συνεχώς να αυξάνεται και άμεσα με αυξήσεις μισθών και συντάξεων, αλλά και έμμεσα, ουσιαστικά και μόνιμα, με μειώσεις και καταργήσεις φόρων».
Ο Αντιπρόεδρος και Διευθύνων σύμβουλος της ΙΝΤΡΑΚΑΤ Αλέξανδρος Εξάρχου, χαρακτήρισε «απόλυτο θαύμα» που λίγοι μπορούσαν να προβλέψουν το 2014, το γεγονός ότι σώθηκε η ελληνική οικονομία, υπογραμμίζοντας ωστόσο πως πρέπει να γίνουν περισσότερα βήματα.
«Αρκούν για την ανάπτυξη των επόμενων δέκα ετών τέσσερις μόνο τράπεζες; Όχι. Έχουμε φτάσει στο σημείο της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου που θέλουμε; Εξάγουμε κάτι; Έχει αλλάξει η βάση της ελληνικής οικονομίας ουσιωδώς;» αναρωτήθηκε χαρακτηριστικά ο κ. Εξάρχου, τονίζοντας ότι η Ελλάδα στηρίζεται σε ένα ΑΕΠ, που κατά κύριο λόγο καλύπτεται από τον τουρισμό και την κατανάλωση. «Δεν έχουμε θέσει ακόμα τις βάσεις για να έχουμε μία ισχυρή οικονομία στο μέλλον.
Η ανάπτυξη στις υποδομές στηρίζεται στον μηχανισμό ανάπτυξης και ανθεκτικότητας (RRF). Αυτό θα τελειώσει κάποια στιγμή, πρέπει να ετοιμαστούμε για το στάδιο μετά από αυτό. Για το στάδιο μιας οικονομίας που θα παράγει πλούτο, θα εξάγει πλούτο και για αυτό θα έχει βάση σταθερή και μελλοντική. Είναι αδύνατον να θεωρούμε σήμερα ότι έχουμε φτάσει κάπου κοντά σε αυτό το σημείο» σχολίασε χαρακτηριστικά προσθέτοντας: «Αυτό που καταφέραμε ήταν να διασωθούμε, να είμαστε σε θέση να μιλάμε για το μέλλον» υπογραμμίζοντας τη σημασία της ενότητας.
«Να στηρίξουμε την ελληνική οικονομία στη βάση της και το παραγωγικό μοντέλο, πρέπει να είναι ο στόχος όλων των κυβερνήσεων και όλων των πολιτικών κομμάτων. Και θεωρώ ότι επ’ αυτού δεν είμαστε σε καλό σημείο», είπε ο κ. Εξάρχου. «Πρέπει να θυμόμαστε τα τελευταία δέκα χρόνια, να γίνουν μάθημα και στους πολίτες και στους κυβερνώντες και να θυμόμαστε ότι έρχονται ξαφνικές καταστροφές.
Η πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ποιος να φανταζόταν στο δικό μας τον κλάδο, όπου έβγαινε από μία τεράστια κρίση δέκα ετών, ότι μόλις θα βλέπαμε φως θα ερχόταν η ανατίμηση; Μας ανέτρεψε όλα τα οικονομικά δεδομένα στην πραγματικότητα. Ένας πληθωρισμός που ανατρέπει οικονομικές συμφωνίες που είχαν γίνει σε μηδενικό πληθωρισμό. Για να θωρακιστεί η ελληνική οικονομία από αυτά χρειάζεται ενότητα, πολιτική και οικονομική για να χτίσουμε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο», επανέλαβε κλείνοντας.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών και Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), Γιάννης Παράσχης, τόνισε πως σε επαφές με διεθνείς επενδυτές δεν υπάρχει πλέον καμία αμφισβήτηση για τη μακροπρόθεσμη προοπτική για την Ελλάδα, υπογραμμίζοντας πως «ο ελληνικός τουρισμός έχτισε ένα πολύ δυνατό brand και μέσα από τις δυσκολίες της πανδημίας, ανέκαμψε πολύ ισχυρά σε σχέση με τον ανταγωνισμό.
Σύμφωνα με τον κ. Παράσχη, «Το 2023 είχαμε τη νέα χρονιά ορόσημο για τον ελληνικό τουρισμό που ξεπέρασε το 2019 - την προηγούμενη χρονιά ρεκόρ - κατά 5% στις αφίξεις και 13% στα έσοδα. Περίπου 33 εκατ. ήταν οι αφίξεις χωρίς την κρουαζιέρα, 36 εκατ. μαζί με αυτήν και 20,6 δισ. ευρώ». Όπως ανέφερε, ο τουρισμός είναι η «βαριά βιομηχανία» της χώρας, αν συνυπολογίσει κανείς τα έσοδα αλλά και τις επενδύσεις οι οποίες έχουν αυξηθεί σημαντικά και είναι υπερδιπλάσιες από το 2019 - περίπου 5,1 δισ. ευρώ και πολύ υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία. Τα δεδομένα αφορούν σε περίπου 28,6 δισ. ευρώ, «δηλαδή το 13% του ΑΕΠ και αν χρησιμοποιήσει κανείς τους πολλαπλασιαστές, περίπου το 30%» τόνισε.
«Ομολογουμένως η συνεισφορά παράγεται κατά 90% σε πέντε μήνες και σε πέντε περιφέρειες. Αυτό δημιουργεί σημαντική πίεση στις υποδομές. Πρέπει να πάψουμε να μιλάμε μόνο με αφίξεις και έσοδα, νομίζω ότι άλλοι δείκτες που αφορούν τη βιωσιμότητα, όπως τι σημαίνει σε κατανάλωση νερού, σε απορρίμματα, σε κατανάλωση ενέργειας, σε αποτύπωμα άνθρακα, είναι έννοιες που πρέπει να ενσωματωθούν, όταν θέλουμε ένα ανταγωνιστικό και ελκυστικό προϊόν. Και θέλουμε να είμαστε όχι μόνο ένας πρωτοπόρος προορισμός, το πέμπτο διεθνώς πιο αναγνωρίσιμο brand, αλλά και ένας βιώσιμος προορισμός» ανέφερε κλείνοντας.
Ο Γενικός Διευθυντής Corporate & Investment Banking της Εθνικής Τράπεζας, Βασίλης Καραμούζης, παρατήρησε ότι μετά την κρίση «η ανάγκη για επενδύσεις ήταν και είναι τεράστια. Έχουν πράγματι γίνει πάρα πολλά πράγματα τα τελευταία χρόνια, αλλά στο θέμα των υποδομών είμαστε ακόμα πίσω. Το 2022 οι επενδύσεις σε υποδομές ήταν περίπου στο 0,8% του ΑΕΠ, όταν πριν την κρίση ήταν πάνω από 3% στην Ελλάδα και ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι περίπου στο 2%. Άρα πρέπει ο ρυθμός μας σχεδόν να διπλασιαστεί».
Αναγνώρισε δε πως τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν γίνει 73 έργα υποδομών προϋπολογισμού 16 δισ. ευρώ, ενώ εκκρεμούν ανεκτέλεστα, έργα περίπου 44 δισ. ευρώ. Ανέφερε ως παραδείγματα τα 190 έργα υποδομών σε οδικά δίκτυα, αεροδρόμια και λιμάνια, έργα ψηφιακής μετάβασης εκατοντάδων εκατομμυρίων σε οπτικές ίνες και data centers, έργα διαχείρισης υδάτων και αποβλήτων, έργα που προάγουν την ενεργειακή αυτονομία, μπαταρίες και διασυνδέσεις.
«Στις επενδύσεις των επόμενων δέκα ετών θα δοθεί πολύ διαφορετικό βάρος από αυτό των προηγούμενων δέκα», εκτίμησε ο κ. Καραμούζης. «Η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση είναι πραγματικότητα, το Α.Ι. ήρθε για να μείνει και όποιος το αγνοήσει θα βρεθεί “εκτός”». Τέλος, ανέφερε ότι «οι επενδύσεις και οι υποδομές μας θα πρέπει να κατευθυνθούν σε μεγάλο βαθμό προς αυτή την κατεύθυνση - data centers, οπτικές ίνες, διαδίκτυο, έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με έμφαση στην αποθήκευση, ηλεκτρικές διασυνδέσεις - οι οποίες είναι όσο σημαντικές είναι και οι παραδοσιακές επενδύσεις που κάνουμε σε δρόμους αεροδρόμια και λιμάνια».
Ο Γενικός Διευθυντής της IBM για την Ελλάδα και την Κύπρο, Νίκος Μανιάτης, αναφέρθηκε σε πρόσφατη μελέτη του ΣΕΒ, σύμφωνα με την οποία από 2019-2023 οι ελληνικές επιχειρήσεις κινήθηκαν πέντε φορές πιο γρήγορα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην ενσωμάτωση τεχνολογιών. Ωστόσο, «το κομμάτι της δημιουργίας αξίας από την τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι εύκολο», όπως παρατήρησε, εκτιμώντας πως πάνω από το 50% των εργαζομένων θα πρέπει να επανεκπαιδευτεί για να κλείσει αυτό το χάσμα δεξιοτήτων. Θα πρέπει όπως είπε «συνεχώς να εκπαιδευόμαστε στις νέες τεχνολογίες».