Η Πέμπτη που μας πέρασε χαρακτηρίζεται ως ιστορική ημέρα για τη Ναυπηγοεπισκευαστική Βιομηχανία της χώρας. Ο Ιταλικός πολυεθνικός Ομιλος Ficantieri με πωλήσεις 5,88 δισ ευρώ το 2020, επισφράγισε το ενδιαφέρον του σε συνεργασία με την ONEX για την εκκίνηση της διαδικασίας στην προσπάθεια εξυγίανσης των Ναυπηγείων Ελευσίνας.
Πρόκειται για ένα σημαντικό βήμα στην Ελληνο-Ιταλική επιχειρηματική συνεργασία εκπέμποντας ένα ισχυρό μήνυμα αναβάθμισης του ρόλου της Ελλάδας στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο. Το timing δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τυχαίο, καθώς το deal αυτό, έρχεται αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας Ελλάδας- Ηνωμένων Πολιτειών (MDCA) και πρόκειται για ένα ακόμα βήμα στην κατεύθυνση της χώρας προκειμένου να αποτελέσει μια σημαντική περιφερειακή δύναμη στα πλαίσια της γεωστρατηγικής πολιτικής των συμμάχων στην ευρύτερη περιοχή.
H παραδοσιακή εξωτερική πολιτική δεν φαίνεται, αν εξαιρέσει κανείς ενδεχομένως την άσκηση της οικονομικής διπλωματίας, να έχει ιδιαίτερα πολλά κοινά με την οικονομία. Όμως ο στρατηγικός σχεδιασμός των τελευταίων χρόνων με μια πιο μοντέρνα –και ίσως πιο επιθετική- αντίληψη της εξωτερικής πολιτικής, έχει ως ενδόμυχο-παράπλευρο στόχο και την προσέλκυση και αξιοποίηση επενδυτικών πλάνων από μεγάλους παίκτες του εξωτερικού. Είναι σαφές ότι η ισχυροποίηση του ρόλου της Ελλάδας ως περιφερειακός παίκτης στη διεθνή σκακιέρα, με αναβαθμισμένο προφίλ ως εταίρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα λειτουργήσει ως μαγνήτης σε επενδυτικά πλάνα που μέχρι πρότινος απέφευγαν να πλησιάσουν. Μια χώρα, αδύναμος κρίκος στην προσέλκυση επενδύσεων, που ο συνδυασμός εσωτερικών προβλημάτων με τη διαχρονική συγκρουσιακή σχέση με την Τουρκία καθιστούσε την ανάληψη κινδύνου των διεθνών επενδυτών πολύ υψηλή σε σχέση με την προσδοκώμενη απόδοση.
Οι διεθνείς συμφωνίες
H Συμφωνία με τη Γαλλία με ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, η συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας για την οριοθέτηση των αντίστοιχων θαλασσίων ζωνών τους, η αντίστοιχη συμφωνία με την Αίγυπτο, η επακόλουθη συμφωνία για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Αιγύπτου που θα περιλαμβάνει σαφή αναφορά στην ανάγκη σεβασμού της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων των δύο χωρών, οι τριμερείς με Αίγυπτο – Ισραήλ –Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, εκτός από τη διαφαινόμενη στροφή προς τον Αραβικό κόσμο, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο αφενός μεν ασφάλειας, αφετέρου δε ευρύτερης οικονομικής συνεργασίας καθιστώντας τη χώρα Μεσογειακό παίκτη. Προσδίδοντάς της παράλληλα και σημαντικό ρόλο στην πολιτική ταυτότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια πορεία που δεν θα θυμίζει σε τίποτα τον «αποδιοπομπαίο τράγο» των προγενέστερων ετών.
Ξένες επενδύσεις
Τα διεθνή private equity funds και ισχυροί ξένοι επενδυτές τη χρονιά που διανύουμε, επέλεξαν εν τοις πράγματι την Ελλάδα ως επενδυτικό προορισμό, ενώ βρισκόμαστε ακόμα εκτός επενδυτικής βαθμίδας (investment grade). Κάποιοι «παίρνουν θέση» επομένως στο στοίχημα της χώρας και αυτό δύσκολα θα μπορούσε να γίνει εάν η γεωπολιτική αβεβαιότητα ήταν αυξημένη, παρά το γεγονός ότι η σωφροσύνη επιτάσσει πάντα η Ελλάδα να ενισχύει και τη διπλωματική της θέση και την αποτρεπτική της ισχύ.
Χωρίς να ξεχνάμε τις σημαντικές επενδύσεις που πραγματοποιούν επιχειρηματικοί κολοσσοί όπως η Pfizer στη Θεσσαλονίκη με δύο hubs εκ των οποίων ο πρώτο απασχολεί 320 εργαζόμενους υψηλής εξειδίκευσης και το δεύτερο 170, το project της Microsoft στην Αττική ύψους 400 εκατ. ευρώ για την δημιουργία data center region, τον οδικό χάρτη που παρουσίασε η Ελληνικός Χρυσός για κινητοποίηση κεφαλαιακών επενδύσεων ύψους 2 δις την επόμενη τετραετία, οι ήδη υλοποιηθείσες μεγάλες επενδύσεις ξεπερνούν τα 10 δις. ευρώ.
Η πώληση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ στους Αυστραλούς της Macquarie, η εξαγορά της Chipita από τη Mondelez International ύψους1,6 δισ. ευρώ, αυτή της Pharmathen από τη διεθνή επενδυτική εταιρεία Partners Group των 1,6 δισ. ευρώ, η παραχώρηση της Εγνατίας Οδού στην κοινοπραξία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ - Egis αντί 1,5 δισ. ευρώ, η εξαγορά της WIND Ελλάς από τη United Group που ανήκει στην BC Partners (1 δισ. ευρώ), η παραχώρηση της ΔΕΠΑ Υποδομών στην Italgas (733 εκατ. ευρώ). Αλλά και οι εξαγορές των Vivartia και Εθνικής Ασφαλιστικής (650 εκατ. ευρώ και 346 εκατ. ευρώ) από το CVC Capital. Σημαντικές αν και μικρότερες σε μέγεθος οι επενδύσεις στον τομέα του τουρισμού και των ξενοδοχείων, καθώς η μετα-πανδημική χρονιά που διανύουμε επιβεβαιώνει σύμφωνα με τα μεγέθη ότι η τουριστική βιομηχανία αποτελεί τον πυλώνα της εθνικής οικονομίας.
Εν κατακλείδι, η βελτίωση της διεθνούς μας θέσης, η ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος, οι διμερείς και όχι μόνο συμφωνίες με τους παρεμβατικούς παράγοντες στην ευρύτερη περιοχή μας εκτός της προώθησης των εθνικών συμφερόντων, συντελεί και στη βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας με επενδυτές μακροπρόθεσμου προφίλ χωρίς βραχυπρόθεσμο ορίζοντα αποεπένδυσης. Κύριος στόχος, η διαδρομή προς την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και την επερχόμενη πολύ μεγαλύτερη έλευση ξένων επενδύσεων, να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη.