Στην Ελλάδα όταν μιλάμε για τη διατάραξη του τραπεζικού συστήματος συνήθως αναφερόμαστε στη συρρίκνωση του αριθμού των εγχώριων τραπεζών και της εξαφάνισης των ξένων πιστωτικών ιδρυμάτων. Η κρίση του 2010, άλλαξε ριζικά τον ελληνικό τραπεζικό χάρτη. Η Τράπεζα της Ελλάδας επέλεξε 4 τράπεζες, Εθνική Τράπεζα, Alpha Bank, Eurobank και Τράπεζα Πειραιώς ως βιώσιμες, τις ανέδειξε ως συστημικές και ως τους βασικούς πυλώνες της επόμενης ημέρας. Ταυτόχρονα, τερματίστηκε η παρουσία των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό και κυρίως στα Βαλκάνια. Στο τέλος της ημέρας, περισσότερες από 10 τράπεζες έσβησαν από την επιχειρηματική καθημερινότητα.
Από τότε μέχρι σήμερα οι τράπεζες προσπαθούσαν να εκκαθαρίσουν τα χαρτοφυλάκια τους από τα κόκκινα δάνεια, να ισχυροποιηθούν κεφαλαιακά, να μειώσουν τα λειτουργικά τους έξοδα μέσω του κλεισίματος υποκαταστημάτων και της πολιτικής εθελουσίων εξόδων του προσωπικού. Όμως όλα αυτά σήμερα μοιάζουν συμβατικά.
Σε πρόσφατη μελέτη και έκθεση, που πραγματοποίησε το Economist Intelligence Unit (EIU) για λογαριασμό της εταιρείας τραπεζικού και χρηματοοικονομικού λογισμικού Temenos, το 65% των τραπεζιτών πιστεύει ότι το τραπεζικό μοντέλο ανάπτυξης που βασίζεται σε υποκαταστήματα, θα έχει ξεπεραστεί μέσα στη επόμενη 5ετία.
Και αυτό είναι ήδη ορατό ακόμα και σε χώρες με μεγάλη τραπεζική παράδοση. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μέσα στο 2021 η HSBC έκλεισε 82 υποκαταστήματα, η Lloyds Banking Group 44 και η TSB 150. Στη Γερμανία η Commerzbank έκλεισε 340 υποκαταστήματα, στη Σουηδία η Handelsbanken έκλεισε το 50% των υποκαταστημάτων της και στη Γαλλία η Societe Generale, μετά τη συγχώνευση της με την Credit du Nord, προχώρησε στη κατάργηση 600 υποκαταστημάτων, από τα 2100 που διαθέτει.
Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες και τα κλασσικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, θα πρέπει να αναζητήσουν νέες, μοντέρνες και καινοτόμες μεθόδους και προϊόντα για την προσέλκυση νέων, αλλά και για τη διατήρηση των υπαρχόντων πελατών.
Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις αφορά το κόστος, το χρόνο και την ασφάλεια των πληρωμών και κυρίως των διασυνοριακών συναλλαγών. Σήμερα υπολογίζεται ότι χρειάζονται κατά μέσο όρο 66 ημέρες για να τελεσφορήσει η πληρωμή και η συνολική εκκαθάριση διασυνοριακών εμπορικών συναλλαγών. Αν σκεφτούμε ότι μέσα στο 2022, πρόκειται να πληρωθούν και να εκκαθαριστούν εμπορικές συναλλαγές συνολικού μεγέθους άνω των $155 τρισ., τότε εύκολα αντιλαμβανόμαστε την αξία των εννοιών «χρόνος», «κόστος» και «ασφάλεια».
Προς το παρόν τις λύσεις ως ένα βαθμό, σε αυτά τα προβλήματα, τις προσφέρουν διάφορες fintech εταιρείες και εικονικές τράπεζες / virtual banks, μέσω των οποίων πραγματοποιούνται μια σειρά από συναλλαγές. Ωστόσο λόγω του μικρού τους μεγέθους, δεν αφήνουν μεγάλο αποτύπωμα σε σχέση με τις συμβατικές τράπεζες. Όμως οι τράπεζες δεν θέλουν να χάνουν χρόνο και κυρίως μερίδιο της αφοράς, Έτσι σύμφωνα με την ίδια έκθεση του EIU, το 38% των τραπεζών κινείται επιθετικά εξαγοράζοντας αυτές τις εταιρείες, ενώ το 24% επιδιώκει τη δημιουργία νέων σχετικών προϊόντων.
Ο γάμος των συμβατικών τραπεζών με τις καινοτόμες fintech, οδηγεί στο πέρασμα ολοένα και περισσότερων λειτουργειών των επιχειρήσεων, στο τραπεζικό σύστημα. Πληρωμές ΦΠΑ, μισθοδοσίες, φορολογικές υποχρεώσεις, διαχείριση διαθεσίμων και άλλα, θα εκτελούνται πλέον μέσω των τραπεζικών πλατφορμών. Από το κλασσικό τραπεζικό σύστημα περνάμε στην εποχή του “banking as a service”.
Τι πρέπει να κάνουν οι επενδυτές; Να βρουν πρώτοι τους λαγούς “fintech”, πριν τους βρουν οι κυνηγοί “bankers” και τους εξαγοράσουν.