Η ευκαιρία της επόμενης διετίας για την Ελλάδα να γίνει hot επενδυτικός προορισμός, να τρέχει με ανάπτυξη μεγαλύτερη του μέσου ευρωπαϊκού όρου και να αυξηθούν σημαντικά οι μισθοί, είναι μοναδική. Είμαστε έτοιμοι να την εκμεταλλευτούμε;
Η απάντηση είναι «ναι», εφόσον προχωρήσουν με τόλμη οι μεταρρυθμίσεις, να στείλουμε μήνυμα ότι εννοούμε τα όσα λέμε και θωρακίσουμε τη χώρα απέναντι στα σύννεφα που έχουν μαζευτεί πάνω από την Ευρώπη.
«Την επόμενη διετία ξεδιπλώνεται μπροστά μας μια τεράστια ευκαιρία εφόσον γίνουν οι μεταρρυθμίσεις, προσελκύσουμε επενδύσεις, αυξήσουμε την παραγωγικότητα και εντείνουμε την όλη προσπάθεια. Εάν πετύχουμε ρυθμούς ανάπτυξης 3%, τότε, ναι, είναι εφικτή η αύξηση κατά 25% των μισθών στην τετραετία», εξήγησε ο κ. Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ κατά την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης για την ελληνική οικονομία, απαριθμώντας τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα επιτευχθεί το καλό σενάριο.
Να προχωρήσουν άμεσα οι μεταρρυθμίσεις που θα συμβάλλουν στο να καλυφθεί η επενδυτική υστέρηση που μας χωρίζει ακόμη και από γειτονικές χώρες των Βαλκανίων, να αυξηθεί η παραγωγικότητα, να στηριχθεί με επιμονή η βιομηχανία και η αλλαγή του παραγωγικού μας μοντέλου, και φυσικά να συνεχιστεί η συνετή δημοσιονομική διαχείριση, καθ' οδόν προς τον στόχο ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, αλλά και μετά.
Δεν τελείωσε η δουλειά μας όταν και εφόσον πάρουμε τη βαθμίδα, τότε αρχίζουν τα δύσκολα, αφού, ειδικά μετά την ανάκτησή της, η παρακολούθηση της Ελλάδας από τις αγορές θα είναι ακόμη πιο στενή, που σημαίνει ότι στο παραμικρό «στραβοπάτημα», θα μας ζητούν υψηλότερα επιτόκια για να μας δανείσουν.
Η ευκαιρία για την Ελλάδα, αλλά και οι προκλήσεις αποτυπώνονται στις συγκρατημένες προβλέψεις του ΙΟΒΕ για την ανάπτυξη το 2023. «Βλέπει» για φέτος αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης στο 2,4%, με μοχλό τις επενδύσεις και τις εξαγωγές - τουρισμό αλλά και έναν επίμονο δομικό πληθωρισμό. Οι επενδύσεις θα αυξηθούν κατά 4%, οι εξαγωγές (τουρισμός) κατά 4,5%, οι εισαγωγές κατά 3,3%, η ανεργία διαμορφώνεται στο 11% και ο πληθωρισμός θα επιμείνει στο 4,3%.
Στα καλά νέα είναι ότι αποφύγαμε ένα καταστροφικό χειμώνα, γλιτώσαμε τα χειρότερα της ενεργειακής κρίσης, ενώ η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα αυξήσει τις εισροές επενδύσεων και κεφαλαίων. Και ακριβώς επειδή βρισκόμαστε σε χαμηλότερη βάση από άλλες χώρες, η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων θα δώσει ισχυρή ώθηση στην οικονομία.
Στον αντίποδα, είναι αρκετά τα σύννεφα που μαζεύονται πάνω από την Ευρώπη, με τον πληθωρισμό να επιμένει, γεγονός που εμποδίζει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να διακόψει τις αυξήσεις επιτοκίων. Και η διαπίστωση ότι η υπόλοιπη οικονομία διεθνώς βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση, υποδηλώνει ότι το αποτύπωμα της Ευρώπης μειώνεται όλο και περισσότερο σε σύγκριση με άλλες δυνάμεις.
Η κόπωση της βιομηχανίας, ο επίμονος πληθωρισμός
Στους κινδύνους για την ελληνική οικονομία, οι οικονομολόγοι του ινστιτούτου ξεχωρίζουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, τον πληθωρισμό των τροφίμων που πέφτει πιο αργά έναντι του μέσου ευρωπαϊκού, και κάποια ίχνη «κόπωσης» στη βιομηχανική παραγωγή.
Και μπορεί να υπάρχουν γραμμές άμυνας, όπως το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η μεταποίηση κάνει μικρά άλματα και γίνεται όλο και πιο εξωστρεφής, ωστόσο, όπως εξήγησε ο κ. Βέττας, η ελληνική βιομηχανία βρίσκεται αντιμέτωπη με πιέσεις σε τέσσερα μέτωπα.
Υψηλότερο κόστος χρήματος, αύξηση εργατικού κόστους λόγω έλλειψη χεριών, συντήρηση του ενεργειακού κόστους ψηλά σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα και μείωση της ζήτησης για πολλά προϊόντα από το εξωτερικό. Στα καμπανάκια του ΙΟΒΕ ξεχωρίζει και η αναφορά στις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών, με την Ελλάδα να συνεχίζει να έχει το χαμηλότερο - και μάλιστα αρνητικό - ποσοστό μεταξύ των χωρών της ΕΕ.
Επιφυλακτικός για τους μισθούς
Στο ερώτημα αν είναι εφικτή η αύξηση στα επίπεδα του 25% του μέσου μισθού στην τετραετία, ο επικεφαλής του ΙΟΒΕ δεν κρύβει τις επιφυλάξεις του, απαντώντας «ναι», αλλά υπό όρους. Ο υπολογισμός του είναι απλός. Αύξηση 2%-3% του ΑΕΠ κάθε χρόνο και πληθωρισμός 2% ΑΕΠ κατά 2%, δείχνουν ότι υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ο στόχος δεν είναι ανέφικτος.
«Αλλά, να μην βάζουμε το κάρο μπροστά από το άλογο», λέει ο κ. Βέττας, εξηγώντας ότι μισθολογικές αυξήσεις νοούνται μόνο εφόσον προέλθουν από άνοδο της παραγωγικότητας, που με τη σειρά της θα προέλθει από αύξηση των επενδύσεων
«Το να τρέξουν οι μισθοί πιο γρήγορα από την παραγωγικότητα, το βιώσαμε στην πορεία προς τη μεγάλη κρίση, από το 2000 ως το 2008. Όταν κάναμε βήματα προς την πραγματική σύγκλιση με τον μέσο όρο της ΕΕ, πλην όμως οι μισθοί στην Ελλάδα, έτρεχαν πολύ πιο γρήγορα από την παραγωγικότητά μας. Το πληρώσαμε ακριβά. Είμαστε σε μια τέτοια πορεία ; Όχι, και ούτε πρέπει να βρεθούμε», όπως είπε ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ.