Τεχνικά εφικτή και οικονομικά βιώσιμη χαρακτηρίζει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, προστατεύοντας ταυτόχρονα το περιβάλλον και συμβάλλοντας στο μετριασμό του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής.
«Η μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, προστατεύοντας το περιβάλλον και συμβάλλοντας στο μετριασμό του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, είναι πλέον τεχνικά εφικτή και οικονομικά βιώσιμη», τόνισε.
Μιλώντας κατά την παρουσίαση του νέου Εθνικού Σχεδίου για το Κλίμα και την Ενέργεια (ΕΣΕΚ), ο Γ. Στουρνάρας σημείωσε πως «η Τράπεζα της Ελλάδος είναι από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη κεντρική τράπεζα που ασχολήθηκε και ασχολείται συστηματικά με το θέμα της κλιματικής αλλαγής. Το 2009 σύστησε την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ), η οποία συνεχίζει όλα αυτά τα χρόνια να συμβάλλει με την έρευνά της στο κρίσιμο ζήτημα της αλλαγής του κλίματος».
Ταυτόχρονα επεσήμανε πως «στόχος μας είναι η ανάδειξη των κινδύνων και των ευκαιριών που εκπορεύονται από τη μεταβολή του κλίματος, καθώς οι μελέτες έχουν δείξει πως η κλιματική αλλαγή επηρεάζει σημαντικά την οικονομία και αναδεικνύεται ως βασική παράμετρος στη χάραξη των σχετικών πολιτικών».
Και πρόσθεσε πως «Η μέχρι σήμερα έρευνα δείχνει πως το κόστος της κλιματικής αλλαγής προβλέπεται ιδιαίτερα υψηλό, εάν δεν μετριαστεί το φαινόμενο. Η δραστική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η εξοικονόμηση ενέργειας, η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και η στροφή προς τις ΑΠΕ είναι επείγουσες επιλογές.
Παράλληλα, ο μετασχηματισμός του παραγωγικού προτύπου τομέων της οικονομίας, όπως ο ενεργειακός, μπορεί και πρέπει να αποτελέσει τη βάση για την αειφόρο ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, στο πλαίσιο των εθνικών και των ευρωπαϊκών πολιτικών αλλά και των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών».
«Το Εθνικό Σχέδιο για το Κλίμα και την Ενέργεια, το οποίο παρουσιάζεται σήμερα, καθορίζει φιλόδοξους εθνικούς στόχους έως το 2030 και προετοιμάζει τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία έως το 2050. Δρομολογεί παράλληλα την απολιγνιτοποίηση του τομέα της ηλεκτροπαραγωγής και προδιαγράφει το ριζικό μετασχηματισμό του ενεργειακού τομέα, με παράλληλο στόχο το σχεδιασμό των κοινωνικά, περιβαλλοντικά και οικονομικά αποδοτικότερων πολιτικών που θα συντελέσουν στην επίτευξη μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων ενεργειακών και κλιματικών στόχων», κατέληξε.