Στο ζήτημα των επιπτώσεων της πανδημίας στους δανειολήπτες αναφέρθηκε ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Παύλος Μυλωνάς, από το βήμα του Συνεδρίου του Economist.
«Η αναστολή πληρωμής δόσεων και τόκων προσφέρθηκε μέχρι το τέλος του 2020 σε νοικοκυριά και εταιρείες που επλήγησαν από τον Covid-19. Αυτά αντιστοιχούν σε περίπου 20 δισ. ευρώ. Υπάρχει η ανησυχία ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε νέο κύμα Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων το 2021. Το τέλος της αναστολής πληρωμών μπορεί να οδηγήσει τον δανειολήπτη σε αδιέξοδο, όταν ξαφνικά η δόση του δανείου του επανέλθει από μηδέν στο πλήρες ποσό της -κάτι που για κάποιους δανειολήπτες μπορεί να αποδειχθεί δυσβάστακτο. Αναμφίβολα, θεωρώ ότι ένα σημαντικό μερίδιο από τα 20 δισ. ευρώ θα καταφέρουν να επανέλθουν. Παρ' όλα αυτά, οι τράπεζες εξετάζουν το ενδεχόμενο σταδιακής επιστροφής στα κανονικά ποσά των δόσεων, σε μια προσπάθεια να βοηθήσουν αυτούς που χρειάζονται χρόνο για να ανταποκριθούν σε υποχρεώσεις προ πανδημίας -για παράδειγμα ζητώντας από τους δανειολήπτες το 50% της δόσης για το έτος 2021», επισήμανε ο Παύλος Μυλωνάς.
Ο κ. Μυλωνάς πρόσθεσε ότι «είμαστε σε συζητήσεις με τις εποπτικές αρχές για τη δυνατότητα μιας τέτοιας σταδιακής επιστροφής στα κανονικά ποσά των δόσεων, όπως κάναμε και στην περίπτωση της εφαρμογής της αναστολής πληρωμών. Στην περίπτωση αυτή, τα νέα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα θα είναι ένα υποσύνολο των συνολικών οφειλετών που είχαν ζητήσει αναστολή πληρωμών. Ας μην ξεχνάμε ότι όλοι ή σχεδόν όλοι, οι συνεπείς δανειολήπτες που επηρεάστηκαν από τους περιορισμούς κίνησης στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της πανδημίας, δικαιούνταν αναστολή πληρωμών. Μας έκανε θετική εντύπωση πόσο λίγοι τελικά, από τα εξυπηρετούμενα δάνεια συνολικού ύψους περίπου 105 δισ. ευρώ, ζήτησαν την ένταξη στο συγκεκριμένο μέτρο».
Για το θέμα των καινούργιων Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων λόγω COVID-19, η Τράπεζα της Ελλάδος, είπε ο κ. Μυλωνάς, έχει προβεί σε προκαταρκτικές εκτιμήσεις για περίπου 10 δισ. ευρώ ή περίπου το ήμισυ των δανείων με αναστολή πληρωμών. «Επίσης, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι το τρέχον υπόλοιπο των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων ανέρχεται σε περίπου 60 δισ. στις 30 Ιουνίου από το υψηλό επίπεδο των περίπου 110 δισ. ευρώ κατά την έναρξη της κρίσης. Εάν οι εκτιμήσεις αυτές αποδειχθούν σωστές, τα νέα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα θα αντιμετωπιστούν μέσω μιας επιπλέον τιτλοποίησης (πώλησης) χαρτοφυλακίου δανείου μεσαίου μεγέθους, από κάθε μία από τις συστημικές τράπεζες. Μία τέτοια κίνηση δεν θα είναι ιδιαίτερη δύσκολη αν ληφθεί υπόψη η πρόοδος που έχει σημειωθεί στην αγορά αυτή μέχρι σήμερα. Έστω αν αυτό σημαίνει ότι το πρόγραμμα Ηρακλής θα πρέπει να αυξηθεί αντίστοιχα για να καλύψει αυτό το ενδεχόμενο», πρόσθεσε.
Ο κ. Μυλωνάς είπε ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Εθνικής Τράπεζας, το 2020 θα υπάρξει μείωση του ΑΕΠ κατά περίπου 7,5%, και στη συνέχεια ανάκαμψη της τάξεως του 5,5% το 2021. Η απότομη μείωση της παραγωγής αναμένεται να οδηγήσει σε πτώση των πωλήσεων κατά περίπου 20% ή 50 δισ. ευρώ το 2020, η οποία προβλέπεται να είναι παροδική και να αντιστραφεί το 2021, καλύπτοντας πιθανώς πάνω από τα 2/3 της συρρίκνωσης του 2020.
«Οι επιχειρήσεις θα μειώσουν όσο μπορούν τα μεταβλητά λειτουργικά τους έξοδα, παρ' όλα αυτά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, θα υπάρξει έλλειμμα ρευστότητας της τάξεως των 30 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση ορθώς έσπευσε να θέσει σε εφαρμογή μια δέσμη μέτρων για τη στήριξη των επιχειρήσεων και της απασχόλησης, όπως φορολογικές ελαφρύνσεις, αναστολή πληρωμής τόκων, διευκολύνσεις για ενοίκια, και προγράμματα στήριξης της απασχόλησης, τα οποία υπολογίζουμε θα προσθέσουν άλλα 12 δισ. στον επιχειρηματικό τομέα. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός, ότι η κυβέρνηση έχει χρηματοδοτήσει δύο προγράμματα εγγύησης δανείων, που δυνητικά θα οδηγήσει στη δημιουργία νέων τραπεζικών δανείων αξίας περίπου 9 δισ. ευρώ. Τέλος, οι τράπεζες έχουν προσφέρει τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών δανείων μέχρι το τέλος του 2020 στους επιχειρηματικούς τομείς που έχουν πληγεί περισσότερο, καθώς και τη δυνατότητα άντλησης των εγκεκριμένων πιστωτικών ορίων τους. Μην υποτιμάτε καθόλου πόσο δύσκολο είναι για τις τράπεζες να επιλέξουν ποιες επιχειρήσεις θα είναι οι βιώσιμες στη μετα-Covid εποχή, καθώς και πόσο δύσκολο είναι να προχωρήσουν σε δανειοδότηση μέσα σε κλίμα έντονης οικονομικής συρρίκνωσης».