Του Γιώργου Φιντικάκη
Το «σκούπισμα» των ταμειακών διαθεσίμων από φορείς του Δημοσίου όχι μόνο συνεχίζεται αλλά και διευρύνεται. Στο όνομα της καθαρής εξόδου η κυβέρνηση συνεχίζει να κτίζει το περίφημο μαξιλάρι ασφαλείας επεκτείνοντας την αλόγιστη χρήση του βραχυπρόθεσμου δανεισμού, κυρίως μέσω των ακριβών repos. Τα προ ημερών στοιχεία για την πορεία του προϋπολογισμού είναι αποκαλυπτικά.
Στα τέλη του πρώτου τριμήνου του έτους, ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός μέσω repos είχε εκτιναχθεί στα 22,5 δισ. ευρώ (τέλη Μαρτίου), έναντι 14,93 δισ. ευρώ στα τέλη του 2017, καταγράφοντας δηλαδή αύξηση κατά 7,57 δισ. ευρώ. Το νούμερο είναι πολύ μεγάλο.
Σε επίπεδο επιτοκίου μάλιστα, η πρακτική αυτή μεταφράζεται σε 2,98%, με τους τόκους που πληρώθηκαν μέσα σε ένα μόλις τρίμηνο, να ανέρχονται στα 189 εκατ. ευρώ. Το δε ακαθάριστο χρέος έκανε άλμα 15 δισ. ευρώ, και διαμορφώθηκε στα 343,7 δισ. ευρώ.
Στην προσπάθειά της η κυβέρνηση να συντηρεί ζωντανό το αφήγημα της «καθαρής εξόδου» και να καλλωπίζει την εικόνα του χρέους, συνεχίζει όλο και πιο πολύ να καταφεύγει σε μια πολύ ακριβή «συνταγή», που έχει υποκαταστήσει τον μακροπρόθεσμο δανεισμό. Ταυτόχρονα στερεί ρευστότητα από την αγορά, προς την οποία τα χρέη του Δημοσίου αυξάνονται.
Ειδικά στο κεφάλαιο των repos, το ανησυχητικό στο ύψος αυτό του δανεισμού από φορείς του δημοσίου, έχει να κάνει με το απόλυτο όριο των διαθεσίμων τους (κατατίθενται υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος, πλην λειτουργικών εξόδων 15ημέρου), το οποίο είναι πλέον πολύ κοντά. Κατά τη διάρκεια πρόσφατης ενημέρωσης από στελέχη της Κομισιόν, έγινε γνωστό ότι 5 δισ. ευρώ από repos θα χρησιμοποιηθούν για το μαξιλάρι ασφαλείας.
Στην περίπτωση επομένως που τελικώς χρησιμοποιηθούν πόροι από το μαξιλάρι για αναχρηματοδότηση χρέους, θα έχουν χρησιμοποιηθεί τα διαθέσιμα οργανισμών κοινωνικού κράτους για αγορά χρέους με το Δημόσιο να αδυνατεί να επιστρέψει τα «δάνεια». Και οι τελευταίες εξελίξεις χρέους υποδεικνύουν πως όποια προσπάθεια άντλησης περισσότερων κεφαλαίων θα είναι είτε αδύνατη είτε πολύ ακριβή.
Και αύξηση στα ληξιπρόθεσμα
Το άλλο ανησυχητικό στοιχείο που προκύπτει από τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού τριμήνου είναι πως και οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις (οι οποίες πρέπει να έχουν μηδενισθεί μέχρι τον Ιούλιο), αυξήθηκαν. Σε συνδυασμό με την υστέρηση εσόδων από φορολογία, είναι εμφανές πως η διαχείριση γίνεται σε κατάσταση ασφυξίας.
Ενώ δηλαδή η κυβέρνηση οφείλει να έχει εκκαθαρίσει μέχρι το τέλος του προγράμματος τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της, εκείνη ακολουθεί αντίστροφη πορεία. Εν προκειμένω στα τέλη Μαρτίου 2018, τα ποσά που χρωστούσαν τα υπουργεία, τα ασφαλιστικά ταμεία, τα νοσοκομεία, οι ΟΤΑ και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, έφτασαν τα 2,734 δισ. ευρώ, από 2,620 δισ. που ήταν τον Ιανουάριο του 2018. Δηλαδή αυξήθηκαν κατά 114 εκατ. ευρώ. Αντίθετα, οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων περιορίστηκαν στα 675 εκατ. ευρώ από 776 εκατ. ευρώ που ήταν στα τέλη Φεβρουαρίου.
Σε αυτό το μοτίβο, με αρκετές από τις παλιές παθογένειες αθεράπευτες, πορεύεται η οικονομία λίγους μήνες πριν την "αποφοίτησή" της από το 3ο πρόγραμμα. Και το ερώτημα είναι πως θα αποτιμάται ο "κίνδυνος χώρας" μετά τον Αύγουστο, όταν θα εξαρτάται άμεσα από την πορεία υλοποίησης των μεταμνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας.
Ο παράγοντας Μέρκελ
Εως σήμερα το ελληνικό πολιτικό προσωπικό είχε συνηθίσει ότι στα δύσκολα μπορεί ο Πρωθυπουργός να σηκώσει το τηλέφωνο και να μιλήσει για παράδειγμα με την Καγκελάριο Μέρκελ. Αυτό από το καλοκαίρι και μετά, αυτό παύει να ισχύει. Η έξοδος από το μνημόνιο τερματίζει αυτή την «ειδική σχέση» που εκ των πραγμάτων είχε οικοδομήσει ο Ελληνας Πρωθυπουργός με το Βερολίνο.
Μετά τον Αύγουστο, η Ελλάδα θα κολυμπά μόνη της. Και θα πρέπει συνεχώς με τις πράξεις της να συντηρεί υψηλά την αξιοπιστία της, καθώς θα κρίνεται όχι από την πολιτική εύνοια του Βερολίνου ή των Βρυξελλών, αλλά από τις αγορές, που ούτε πολιτικά κριτήρια έχουν, ούτε ενδιαφέρονται για τη συνοχή της Ευρώπης.
Επειτα η καγκελάριος Μέρκελ έχει απέναντί της ένα εξαιρετικά σκεπτικιστικό ή ευθέως εχθρικό κοινοβούλιο απέναντι σε οποιεσδήποτε παραχωρήσεις προς την Ελλάδα. Ο συνασπισμός της είναι αδύναμος, και το AfD πρακτικά βρίσκεται σε θέση αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Καθώς επίσης ας μη ξεχνάμε ότι από το 2019 και μετά, η ΕΕ θα βρίσκεται σε τροχιά ευρωεκλογών. Στην πράξη αυτό σημαίνει για εμάς, ότι περιορίζονται σημαντικά τα περιθώρια πολιτικών πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα της Ελλάδας. Η νέα μάλιστα Επιτροπή δεν θα είναι σε θέση να αναλάβει πρωτοβουλίες πριν από το φθινόπωρο του 2019.
Επομένως, θα είναι μόνο οι κυβερνητικές επιδόσεις που θα καθορίσουν το αν μπορούμε να προσδοκάμε επόμενους γύρους ελάφρυνσης χρέους και μείωσης των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος μετά το 2022. Ή αν αντίθετα, θα παγιδευτούμε σε ένα κύκλο χαμηλών-αρνητικών προσδοκιών, υψηλού κόστους δανεισμού, απροθυμίας επενδυτών, και αναπτυξιακής στασιμότητας.