Πανικός στην κυβέρνηση από τα παιχνίδια Σόιμπλε

Πανικός στην κυβέρνηση από τα παιχνίδια Σόιμπλε

Του Βασίλη Γεώργα

Η Ελλάδα βρίσκεται ξανά στο σημείο μηδέν. Ακριβώς την στιγμή που η οικονομία αρχίζει να παρουσιάζει ενδείξεις σταθεροποίησης μετά από δύο χρόνια παλινωδιών, τα σενάρια του Grexit επανέρχονται στο προσκήνιο ως απειλητική προειδοποίηση των ευρωπαίων πιστωτών, και ειδικότερα της πλευράς του Βερολίνου, να μην επιμείνει άλλο η Ελλάδα στα πιεστικά αιτήματα για  διευθέτηση του χρέους της. 

Η πλευρά Σόιμπλε κερδίζει έδαφος. Ενόψει των εκλογών του 2017, πρέπει να ικανοποιήσει το δεξιό του ακροατήριο που θέλει «αίμα» με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τη χώρα στο μέλλον. Αυτό σημαίνει ότι το Βερολίνο θα σκληρύνει ακόμη πιο πολύ τη στάση του απέναντι στο ελληνικό θέμα, σε μια περίοδο που η απογοήτευση διογκώνεται στην Ελλάδα και αναθερμαίνονται οι προσδοκίες των υπερασπιστών της «δραχμής» που πιστεύουν ότι τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα αν μας χαρίσουν το μισό χρέος και εξακολουθήσουμε να χρωστάμε το υπόλοιπο σε συνάλλαγμα.

Και το χειρότερο για τις ελληνικές προσδοκίες είναι πως το ΔΝΤ έχει ήδη αρχίσει να μετακινείται προς τις θέσεις του Βερολίνου, επιδιώκοντας έναν συμβιβασμό με τον ισχυρό της Ευρώπης.  

Αυτό πρόκειται να γίνει σαφέστερο τις επόμενες εβδομάδες, όμως ήδη τα πρώτα μηνύματα δόθηκαν παρασκηνιακά στην ελληνική κυβέρνηση όταν η Κριστίν Λαγκάρντ ενημέρωσε σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές τον Έλληνα υπουργό Ευκλείδη Τσακαλώτο στην Ουάσιγκτον, ότι «είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει συμφωνία» και «ότι όλες οι πλευρές πρέπει να δουν αν χρειάζεται». Η θέση αυτή εφόσον επιβεβαιωθεί και επισήμως το προσεχές διάστημα συνιστά ενδεχομένως σημαντική στροφή του ΔΝΤ από τις θέσεις του ότι χρειάζεται να αποφασιστούν από τώρα τα «μεσοπρόθεσμα» μέτρα για το χρέος ώστε να υπάρξει θετική έκθεση βιωσιμότητας τον Δεκέμβριο.

Ούτως ή άλλως αυτή τη στιγμή ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας επεξεργάζεται και έχει παρουσιάσει προτάσεις αποκλειστικά  για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, μέχρι το 2018. Αυτά αφορούν μόνο στη μείωση επιτοκίου παλαιότερων δανείων του ESM/EFSF και δεν αναμένεται ότι θα έχουν επίπτωση άνω των 300 εκατ. ευρώ, όταν η κυβέρνηση «καίγεται» να προσδιοριστούν από τώρα όλες οι παρεμβάσεις που θα γίνουν στο μέλλον ώστε να υπάρχει βάση ανάλυσης για την έκθεση βιωσιμότητας που θα συντάξουν το ΔΝΤ και η ΕΚΤ.

Η διαφοροποίηση του ΔΝΤ θα πρέπει δε  συνδυαστεί με την πρόταση του Πωλ Τόμσεν να ανοίξει ξανά σαν «τριαντάφυλλο» το μνημόνιο ώστε να αποφασιστούν από τώρα τα πιθανά μέτρα που θα αναπληρώσουν  το ενδεχόμενο δημοσιονομικό κενό εφόσον δεν μειωθεί ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ. Η απάντηση του Βόλφγκανκ Σόιμπλε και της ελληνικής πλευράς ότι «υπάρχει ήδη ο κόφτης» δεν ικανοποιεί το Ταμείο το οποίο ζητά συγκεκριμένες δημοσιονομικές παρεμβάσεις.

Παρότι είναι ακόμη πολύ νωρίς για να εκτιμήσει κανείς που οδηγούνται τα πράγματα, είναι γεγονός πως εδώ που έχει πλέον φτάσει η συζήτηση και με το «σχέδιο Σόιμπλε» να αναβιώνει στις σκιές, η στρατηγική της κυβέρνησης Τσίπρα να επενδύσει όλες τις δυνάμεις της σε μια λύση για το χρέος, απειλείται με κατάρρευση.                       

Είναι προφανές πως διαφορετικές «διαβεβαιώσεις» έλαβε η Ελλάδα από τους πιστωτές της τον περσινό Ιούλιο και τον φετινό Μάιο, και άλλου οδηγούν αυτή τη στιγμή οι εξελίξεις, χωρίς πάντως να μπορεί κανείς να πει ακόμη με βεβαιότητα αν οι Γερμανοί και οι υπόλοιποι εταίροι πράγματι μας «τραβούν το χαλί» κάτω από τα πόδια. 

Αυτό είναι κάτι που θα φανεί τους επόμενους τρείς μήνες. Η ανησυχία της κυβέρνησης, όμως είναι από τώρα εμφανής καθώς το κλίμα που καλείται να αντιμετωπίσει.

Χθες ο υπουργός Οικονομίας Γιώργος Σταθάκης παραδέχθηκε στη Βουλή πόσο σοβαρό θα είναι το πρόβλημα αν δεν γίνουν μέχρι τα Χριστούγεννα οι υποθέσεις εργασίας που χρειάζεται το ΔΝΤ για να καταρτίσει έκθεση βιωσιμότητας του χρέους. «Διαφορετικά δεν υπάρχει τρόπος», όπως είπε, αφήνοντας ένα ερωτηματικό να αιωρείται στον αέρα για το τι θα αν η Ελλάδα δεν «πάρει» το χρέος.

Είναι πλέον περισσότερο από βάσιμες οι υποψίες ότι η Ελλάδα δεν θα καταφέρει ούτε αυτή τη φορά να κερδίσει κάτι σημαντικό και ξεκάθαρο από τους πιστωτές της για το χρέος.

Όχι μόνο επειδή οι καθυστερήσεις της πρώτης αξιολόγησης μας εμπλέκουν πλέον το  χρέος στον εκλογικό κύκλο της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας, αλλά και επειδή πρέπει να τηρηθούν ισορροπίες εντός της ευρωζώνης ενώ παράλληλα εξακολουθεί εμφανώς να υφίσταται ζήτημα εμπιστοσύνης έναντι της χώρας αλλά και της κυβέρνησης. Με δεδομένη τη ρευστότητα στο πολιτικό σκηνικό, κανείς δεν θα έπαιρνε τώρα την απόφαση να κάνει δώρο το χρέος σε μια κυβέρνηση που αύριο μπορεί να πάει σε εκλογές με χαρτί τη συμφωνία για το χρέος.

Όμως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τα συμφέροντα μιας κυβέρνησης, αλλά με το συμφέρον ολόκληρης της χώρας. Δεν είναι ο Τσίπρας που δεν κερδίζει κάτι, αλλά είναι η χώρα που κινδυνεύει να χάσει για δεύτερη φορά από το 2012 επειδή οι δανειστές εμφανίζονται να παραβιάζουν όσα έχουν συμφωνηθεί.   

Το ζήτημα είναι τι μπορεί να σημάνει ένα μεγάλο «άδειασμα» για το χρέος σε αυτή τη φάση και πως θα μπορέσει να το διαχειριστεί η κυβέρνηση. Αν δεν ανοίξουν εγκαίρως οι πηγές χρηματοδότησης είτε μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ είτε μέσω της ανάκτησης της εμπιστοσύνης των επενδυτών στη συνέχεια, εναλλακτικό σχέδιο από την παρούσα κυβέρνηση για να ανασάνει η χώρα δεν υπάρχει.

Οι συνθήκες στην οικονομία με την υπερφορολόγηση, τα capital controls και την γενικότερη εχθρότητα προς τις επενδύσεις, είναι ασφυκτικές. Καλώς ή κακώς όλος ο στρατηγικός σχεδιασμός στηρίχθηκε στην υπόθεση ότι από το 2017 με αιχμή την διευθέτηση του χρέους θα διαμορφώνονταν συνθήκες για να δοθεί οριστική και βιώσιμη λύση.

Αυτή η προοπτική δείχνει να χάνεται καθώς οι  «μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες» λύσεις που διεκδικεί, θα δοθούν σταδιακά μέσα στο χρόνο. Και θα είναι στενά συνδεδεμένες με μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές που θα λειτουργούν ως συνδετικοί κρίκοι της Ελλάδας με την ευρωζώνη την οποία καλείται πλέον να επαναπροσεγγίσει τα επόμενα χρόνια με διαφορετικό μείγμα πολιτικής από το σημερινό.