Περί Βουλγαρίας, μισθών και πραγματικότητας
Shutterstock
Shutterstock

Περί Βουλγαρίας, μισθών και πραγματικότητας

Λένε οι αριθμοί πάντα την αλήθεια; Και ναι, και όχι. Διότι σπάνια στις αναλύσεις γίνεται απλή χρήση απόλυτων αριθμών. Συνήθως η επεξεργασία των αριθμών μέσα από τη χρήση διαφορετικών παραμέτρων και διαφορετικών μεταβλητών, οδηγεί σε διαφορετικές οπτικές και δεν είναι λίγες φορές που καταλήγει σε διαμετρικά αντίθετα αποτελέσματα.

Με βάση αυτή τη «μαγεία των μαθηματικών», παρατηρούμε ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα, έχει ανέβει ψηλά η αντιπαράθεση σχετικά με την πορεία των εισοδημάτων των πολιτών, των αμοιβών τους, της αγοραστικής δύναμης τους, των ονομαστικών μισθών τους, των κατώτατων μισθών, των μέσων μισθών, των αδήλωτων εισοδημάτων, των τεκμηρίων των αυτοαπασχολούμενων, των δαπανών κατανάλωσης και άλλων.

Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης βρίσκεται η θέση της Ελλάδας σε σχέση με τη Βουλγαρία όσον αφορά το ύψος των μισθών. Έτσι ξεκινώντας από διαφορετικά σημεία αναφοράς, τόσο οι καταγγέλλουσες αντικυβερνητικές φωνές, όσο και η κυβέρνηση, καταλήγουν σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα. Διότι άλλο πράγμα είναι για παράδειγμα το ονομαστικό κατά κεφαλήν εισόδημα και άλλο πράγμα είναι η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Άλλο πράγμα είναι η σύγκριση των μισθών με απόλυτους αριθμούς και άλλο πράγμα η σύγκριση τους με αναγωγή στην αγοραστική τους δύναμη.

Είναι άραγε τόσο αποτυχημένη η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, που έχει οδηγήσει στην απόλυτη υποβάθμιση του επίπεδου ζωής των πολιτών; Ή μήπως είναι τόσο επιτυχημένη ώστε να κινείται σε υψηλά επίπεδα ευημερίας;

Κατά τη γνώμη μας δεν συμβαίνει ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Κάθε ανάγνωση αναδεικνύει τη δική της αλήθεια. Το αν βρισκόμαστε πάνω ή κάτω από τον μέσο όρο των αντίστοιχων μεγεθών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το αν βρισκόμαστε πάνω ή κάτω από τη Βουλγαρία, την οποία χρησιμοποιούμε όλοι σαν τον «σκιάχτρο» της αποτυχίας, έχει ασφαλώς την αξία του. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι ουδείς είναι ικανοποιημένος ακόμη από το επίπεδο των μισθών και των εισοδημάτων στη χώρα μας. Ουδείς είναι ικανοποιημένος με τις συγκρίσεις που γίνονται ανάμεσα σε σημεία κλειδιά της ελληνικής οικονομίας και των οικονομιών των χωρών που αποτελούσαν δορυφόρους της Σοβιετικής Ένωσης.  

Όμως όλοι όσοι εστιάζουν στη διαρκή καταγγελία, ίσως να έχουν καταφτάσει σήμερα, ως τουρίστες στην Ελλάδα. Ίσως να μην γνωρίζουν τις πληγές που έχει αφήσει πίσω της η πτώχευση της χώρας. Και ίσως να μην θυμούνται ότι η Ελλάδα μπήκε σε μια τροχιά ανάπτυξης και δημοσιονομικής σταθερότητας, μόλις πριν από μια πενταετία.

Στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας χάσαμε το 30% των εισοδημάτων μας. Και δεν υπάρχει κανένας αυτόματος μηχανισμός ανάκτησης τους. Αντίθετα, υπάρχει ένας δύσκολος δρόμος για την επαναφορά μας, στα προ κρίσης επίπεδα. Ένας δρόμος, που ξεβολεύει πολλούς, που συγκρούεται με ακόμα περισσότερους, που χαλάει παγιωμένες καταστάσεις και ανατρέπει τον ράθυμο και οκνηρό τρόπο λειτουργίας του δημόσιου τομέα, καθώς και τον αναποτελεσματικό και προστατευμένο τρόπο λειτουργίας του ιδιωτικού τομέα.

Έτσι η αύξηση των εισοδημάτων δεν μπορεί να συμβεί από μόνη της. Η θεώρηση ότι η αύξηση των μισθών θα φέρει την ανάπτυξη, που υποστηρίχθηκε για πολλά χρόνια από την αντιπολίτευση, αποδείχθηκε όχι μόνο ουτοπική, αλλά και καταστροφική. Η αύξηση των μισθών ακολουθεί την ανοδική πορεία της οικονομίας, την αύξηση της παραγωγικότητας, την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, την ενσωμάτωση της καινοτομίας και τη μεγέθυνση της λεγόμενης «πίτας».

Σήμερα η αύξηση των μισθών, που σε απόλυτους αριθμούς είναι ικανοποιητική, αλλά δυστυχώς «τρώγεται» από τον αδηφάγο πληθωρισμό, δεν βασίζεται σε δανεικά. Ακολουθεί τη λογική του «τόσο - όσο». Η αύξηση των εισοδημάτων συντελείται δίχως να θέτει σε κίνδυνο τα υγιή δημόσια οικονομικά, τα πρωτογενή πλεονάσματα, να οδηγεί σε νέα ελλείμματα και χρέη. Συντελείται μέσα σε μια οικονομία που αναπτύσσεται σε πολύ πιο υγιείς βάσεις. Καθώς στηρίζεται όλο και περισσότερο στην παραγωγή, την καινοτομία και την εξωστρέφεια.  

Αν θέλει κάποιος να ασκήσει ορθολογική κριτική προς την κυβέρνηση, ας την κατηγορήσει για καθυστέρηση στο τομέα της ανάπτυξης. Ας την κατηγορήσει για την «μεταρρυθμιστική κόπωση» που σαν έννοια κάνει διαρκώς και πιο έντονη την εμφάνιση της σε αναλύσεις και εκθέσεις. Ας την κατηγορήσει για το φορολογικό αλαλούμ που δεν έχει τελειωμό, με τους νόμους, τις εγκυκλίους και τις οδηγίες να κάνουν τα πράγματα πιο δύσκολα και πιο σύνθετα. Ας την κατηγορήσει για το μη άνοιγμα της αγοράς. Για την μη απλοποίηση του κανονιστικού και ρυθμιστικού πλαισίου που αποθαρρύνει τις άμεσες επενδύσεις.

Ας την κατηγορήσει ότι χάνει χρόνο, τη στιγμή που οι χώρες του πρώην «παραπετάσματος», καλπάζουν προσελκύοντας σημαντικές επενδύσεις, έχοντας επιλύσει δεκάδες προβλημάτων και εμποδίων, που δυστυχώς παραμένουν ακόμα ενεργά στη χώρα μας, παρ’ όλο που η Ελλάδα δεν αποτελούσε δορυφόρο της Σοβιετικής Οικονομίας. Ας την κατηγορήσει ότι δεν προσφέρει ικανά φορολογικά επενδυτικά κίνητρα και δεν προωθεί τις απαραίτητες υποδομές, ώστε να δημιουργήσουν παραγωγικές μονάδες στη χώρα μας, οι παγκόσμιοι φαρμακευτικοί και τεχνολογικοί κολοσσοί.

Ας κάνουν κριτική στις μεγάλες πληγές της ελληνικής οικονομίας, που παραμένουν το εμπορικό έλλειμμα, καθώς και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και ας προτείνουν λύσεις. Ας μιλήσουν για τη αδύναμη παραγωγική βάση της χώρας, ή για την κατανάλωση εισαγομένων κυρίως προϊόντων, ή για τα επιδόματα, ή για το συνταξιοδοτικό που παραμένει άλυτο.

Το αντιπολιτευτικό αφήγημα ουδόλως ασχολείται με την ουσία των πραγμάτων. Εστιάζει στο εύκολο και στο «πιασάρικο». Ρίχνει στο μίξερ της επικοινωνίας, τους «μισθούς», τη «Βουλγαρία» και κάποιες επιλεκτικές ερμηνείες των αριθμητικών μεγεθών και νομίζει ότι έχει κάνει τη δουλειά της.

Ας ελπίσουμε ότι όταν τελειώσει ο γάμος στην Κρήτη και οι εκλογές των Επτά, η αντιπολίτευση να επανέλθει σε πιο ουσιαστικές και εποικοδομητικές παρεμβάσεις.