Η ανακοίνωση των προσωρινών στοιχείων για τον πληθωρισμό του Αυγούστου στις χώρες της Ευρωζώνης δεν άφησε πολλά περιθώρια για θετικά σχόλια. Ο μέσος όρος του πληθωρισμού ήταν 9,08%, λίγο παραπάνω από το 9% που περίμεναν οι αναλυτές και οι οικονομολόγοι και αρκετά πάνω από το 8,87% του προηγούμενου μήνα. Ο λεγόμενος δομικός πληθωρισμός ήταν και αυτός μεγαλύτερος του αναμενόμενου και έφθασε το 4,28%, ενώ οι αναλυτές ανέμεναν 4% και τον προηγούμενο μήνα είχε φθάσει το 4,03%.
Πριν προχωρήσουμε παραπέρα, καλό είναι να υπενθυμίσουμε πως αυτές οι ποσοστιαίες αλλαγές είναι σε σχέση με τις τιμές που ίσχυαν πριν έναν χρόνο, ενώ ως δομικό πληθωρισμό εννοούμε τον πληθωρισμό που προκύπτει αν δεν λάβουμε υπόψη μας την επίδραση των καυσίμων και της ενέργειας, των τροφίμων, των τσιγάρων και των οινοπνευματωδών ποτών. Αν εξετάσουμε τον πληθωρισμό στις επιμέρους χώρες της Ευρωζώνης, βλέπουμε πως η πιο «ελπιδοφόρα» επίδοση έρχεται από την Γαλλία, με 6,5%, χαμηλότερα και από το 6,8% του Ιουλίου και από το 6,7% που ανέμεναν οι αναλυτές.
Στη Γερμανία ο πληθωρισμός ήρθε όπως αναμενόταν, στο 8,8%, ενώ μεγάλη εντύπωση κάνουν τα τεράστια νούμερα που ήρθαν από τις Βαλτικές χώρες, με την Εσθονία να φθάνει το 25,2% και τις δύο γειτόνισσές της να μην απέχουν πολύ. Οι υψηλές μετρήσεις για τον πληθωρισμό του Αυγούστου και ακόμα περισσότερο οι υψηλές μετρήσεις του δομικού πληθωρισμού φέρνουν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την πρόεδρο του Συμβουλίου της Κριστίν Λαγκάρντ σε μία αρκετά δύσκολη θέση.
Το γεγονός πως ο δομικός πληθωρισμός δείχνει πολύ ανθεκτικός σημαίνει πως οι πληθωριστικές πιέσεις αποκτούν μονιμότερο χαρακτήρα, κάτι που δεν θα αρέσει καθόλου σε κανένα από τα μέλη του Συμβουλίου και όχι μόνο στους γνωστούς υποστηρικτές της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής, τα λεγόμενα γεράκια.
Μιλώντας για τα γεράκια, δεν κρύβουν την άποψή τους πως τα επιτόκια θα πρέπει να ανεβούν κατά 0,75% την επόμενη εβδομάδα. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Bloomberg, μετά τα χθεσινά νέα για τον πληθωρισμό, τουλάχιστον έξι από τα 25 μέλη του Συμβουλίου της ΕΚΤ υποστηρίζουν αυτή την επιθετική κίνηση. Η Γερμανίδα Ίζαμπελ Σνάμπελ, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της Κεντρικής Τράπεζας, ο Γιοάχιμ Νάγκελ, πρόεδρος της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας (Bundesbank) και ο Ρόμπερτ Χόλτσμαν, πρόεδρος της Αυστριακής Κεντρικής Τράπεζας έχουν, πάντα σύμφωνα με το Bloomberg, είναι τρεις από αυτούς.
Ο Χόλτσμαν μάλιστα έχει δηλώσει πως γνωρίζει πως υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας (δηλαδή ύφεσης) αλλά εκτιμά πως τα επιτόκια δεν έχουν ανεβεί ακόμα αρκετά για να μπορούν να προκαλέσουν μία ισχυρή ύφεση. Βέβαια τα έξι μέλη δεν μπορούν να υπαγορεύσουν εύκολα μία απόφαση σε ένα συμβούλιο 25 μελών, ενώ υπάρχουν και μέλη του συμβουλίου όπως ο επικεφαλής οικονομολόγος Φίλιπ Λέιν, ο οποίος υποστηρίζει τις σταδιακές κινήσεις προκειμένου να μην προκαλείται αναστάτωση στην οικονομία, τις αγορές και τους πολίτες.
Οι αγορές όμως φαίνεται πως το έχουν πάρει απόφαση, ειδικά μετά τις χθεσινές ανακοινώσεις. Οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs, σχολιάζοντας το ύψος του πληθωρισμού του Αυγούστου, αφενός ανέφεραν πως τα πράγματα ήταν χειρότερα από το αναμενόμενο και ο πληθωρισμός πιο δυνατός και αφετέρου εκτίμησαν πως μετά από αυτά η ΕΚΤ θα αυξήσει οπωσδήποτε τα επιτόκια κατά 0,75%, την επόμενη Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου.
Παρόμοια άποψη για την επικείμενη αύξηση επιτοκίων εξέφρασαν και οι συνάδελφοί τους από την Bank of America. Η ομάδα της Goldman Sachs προσθέτει πως αναμένει πλέον αύξηση των επιτοκίων κατά 0,50% τον Οκτώβριο, 0,25% τον Νοέμβριο και 0,25% τον Δεκέμβριο, έτσι ώστε τα επιτόκια αναφοράς της ΕΚΤ να φθάσουν στο τέλος του χρόνου το 1,75%, από 0% που είναι αυτή την στιγμή, ενώ εκτιμά επίσης πως ο δομικός πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα ανεβεί ακόμα περισσότερο και θα κορυφώσει την κίνησή του κοντά στο 4,6%.Παρόμοια αντίδραση είδαμε και από τα αρμόδια τμήματα πολλών άλλων τραπεζών και χρηματιστηριακών εταιρειών.
Οι αγορές ομολόγων φαίνεται πως συμφωνούν με τις εκτιμήσεις αυτές και όπως διαβάζουμε στα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων, οι τιμές των γερμανικών ομολόγων ενσωματώνουν πλέον την βεβαιότητα πως η αύξηση των επιτοκίων θα είναι της τάξης του 0,75%. Όπως διαβάζουμε στο Reuters, ο Αύγουστος είναι ο χειρότερος μήνας για τα γερμανικά ομόλογα εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια.
Αυτό σημαίνει πως έχουν ανεβεί πολύ οι αποδόσεις τους, σαν αποτέλεσμα του ισχυρού πληθωρισμού και της αλλαγής των εκτιμήσεων για την άνοδο των επιτοκίων αναφοράς της ΕΚΤ. (Όταν οι αποδόσεις των ομολόγων ανεβαίνουν, τότε πέφτουν οι τιμές τους, αφού τα ομόλογα που είναι ήδη σε κυκλοφορία γίνονται λιγότερο ανταγωνιστικά από αυτά που θα κυκλοφορήσουν με υψηλότερο επιτόκιο).
Για παράδειγμα, το γερμανικό κρατικό δεκαετές ομόλογο είδε την απόδοσή του μέσα στον Αύγουστο να ανεβαίνει από το 0,85% στο 1,58%, ενώ η απόδοση του αντίστοιχου διετούς ανέβηκε μέσα στον Αύγουστο κατά 0,90%, κάτι που είχε να συμβεί από το 1981. Παρόμοια άνοδο αποδόσεων και πτώση τιμών έχουμε δει και στα ομόλογα των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης αλλά και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η σημαντική άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων συνεπάγεται και την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των κυβερνήσεων, των επιχειρήσεων και των πολιτών της Ευρωζώνης. Στην σημερινή κατάσταση, όπου το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων έχει αυξηθεί κατακόρυφα, όπως και το κόστος ζωής, ενώ οι κρατικοί προϋπολογισμοί κοντεύουν να ξεχειλώσουν, η άνοδος του κόστους χρήματος είναι σχεδόν βέβαιο πως θα φέρει πιο κοντά την ύφεση, καθώς αναμένεται να πληγεί σημαντικά η οικονομική δραστηριότητα.
Η εκρηκτική άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου και η αντίστοιχη άνοδος της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος σε δυσθεώρητα ύψη τις τελευταίες εβδομάδες κάνουν την πίεση στην οικονομία ακόμα μεγαλύτερη και έχουν οδηγήσει πολλούς οικονομολόγους και πολιτικούς στο να θεωρούν την ύφεση απόλυτα βέβαιη. Ήδη από την προηγούμενη εβδομάδα, πριν ακόμα δούμε τις τιμές ρεκόρ του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος, οι οικονομολόγοι της ελβετικής τράπεζας UBS εκτιμούσαν πως η Ευρωζώνη βρίσκεται ήδη σε μία ελαφριά ύφεση, από την οποία θα βγει κάποια στιγμή στις αρχές του 2023.
Στο βασικό της σενάριο, η ομάδα της UBS θεωρεί πως το φυσικό αέριο θα ακριβύνει και άλλο, αλλά δεν θα παρατηρηθούν ελλείψεις και δεν θα έχουμε περικοπές στην διανομή ηλεκτρικής ενέργειας στις χώρες της Ευρωζώνης. Στην περίπτωση που συμβούν τα δύο τελευταία, η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας θα είναι πολύ πιο έντονη και η ύφεση θα διαρκέσει περισσότερο. Οι συνάδελφοί τους στην Morgan Stanley είναι λίγο πιο απαισιόδοξοι και περιμένουν μία κάπως εντονότερη ύφεση που θα κρατήσει μέχρι τον τέλος του 2023.
Ανεξάρτητα πάντως από τις εκτιμήσεις των επενδυτικών τραπεζών, είναι βέβαιο πως στην Ευρωζώνη υπάρχει μία μεγάλη ανησυχία για την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας τους επόμενους μήνες και η βεβαιότητα (πλέον) πως θα αυξηθούν κατά πολύ τα επιτόκια ενισχύει αυτούς τους φόβους. Αν οι αγορές έχουν δίκιο και το συμβούλιο της ΕΚΤ προχωρήσει σε επιθετική αύξηση των επιτοκίων αναφοράς δεν αποκλείεται να δούμε ακόμα μεγαλύτερη άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων.
Αυτό μπορεί να δημιουργήσει κάποιες δυσκολίες στην χρηματοδότηση των επιχειρήσεων αλλά ταυτόχρονα μπορεί να έχει και μία παράπλευρη συνέπεια που μπορεί να κάνει τελικά καλό στην ευρωπαϊκή μάχη κατά του πληθωρισμού: την άνοδο της ισοτιμίας του ευρώ απέναντι στο δολάριο ΗΠΑ. Η πολύ μεγάλη πτώση του ευρωπαϊκού κοινού νομίσματος απέναντι στο δολάριο έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του πληθωρισμού, αφού κάνει τα καύσιμα και τις πρώτες ύλες πολύ πιο ακριβά από πριν, για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις της ευρωζώνης.
Μπορεί λοιπόν τα ανοδικά επιτόκια να θεωρούνται αρνητικός παράγων για την οικονομική ανάπτυξη, αλλά αν προκαλέσουν άνοδο του ευρώ θα κάνουν σίγουρα καλό στην οικονομία. Και βέβαια, μην ξεχνάμε πως η μεγαλύτερη βοήθεια που μπορεί να λάβει η Ευρωζώνη στην μάχη της εναντίον των πληθωριστικών πιέσεων είναι το σταμάτημα της συνεχούς ανόδου της τιμής του φυσικού αερίου και η αποσύνδεση της αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος από το φυσικό αέριο, όπως είχαμε δει χθες (Ο μεγάλος εκβιασμός του Πούτιν στην Ευρώπη).
Δεν είναι λοιπόν παράλογο να ανησυχούμε για την άνοδο των επιτοκίων και την πιθανή ύφεση. Το κλειδί όμως για όλα βρίσκεται στο ξεπέρασμα της ενεργειακής κρίσης που ταλαιπωρεί την Ευρώπη.