Σε βασικό θέμα συζήτησης μεταξύ των κεντρικών τραπεζιτών έχει αναδειχθεί η άνοδος του πληθωρισμού, η οποία, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, δεν αποκλείεται να διαρκέσει περισσότερο απ' ότι αρχικά αναμενόταν, καθώς τα προβλήματα στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες αντί να περιορίζονται, σε πολλές περιπτώσεις, διογκώνονται.
Στο φόρουμ που διοργάνωσε αυτή την εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με θέμα τις αποφάσεις που καλούνται να λάβουν οι κεντρικές τράπεζες, οι επικεφαλής της ΕΚΤ, της Federal Reserve, της Bank of England και της Bank of Japan συμφώνησαν ότι το φαινόμενο του αυξημένου πληθωρισμού δείχνει παροδικό, ενώ χρειάζεται διαφορετική αντιμετώπιση από οικονομία σε οικονομία.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Τράπεζα της Αγγλίας αναμένεται να προβούν ταχύτερα σε αύξηση των επιτοκίων, ενώ ΕΚΤ και BoJ θα συνεχίσουν να διοχετεύουν φθηνή ρευστότητα στο σύστημα τουλάχιστον έως και το 2023. Παρ' όλα αυτά, η Κριστίν Λαγκάρντ, ο Τζερόμ Πάουελ, ο Άντριου Μπέιλι και ο Χαρουχίκο Κουρόντα συμφώνησαν ότι βραχυπρόθεσμα οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας είναι θετικές από τη στιγμή που ο πλανήτης δείχνει να έχει περάσει τα χειρότερα της πανδημίας. Προειδοποίησαν δε, ότι τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες επιμένουν σε βαθμό που απειλούν να εγκλωβίσουν πολλές οικονομίες σε πολύ χαμηλή ανάπτυξη εξαιτίας της ακρίβειας.
Το βασικό σενάριο σήμερα είναι ότι ο πληθωρισμός δεν θα ξεπεράσει το 5% στις ανεπτυγμένες οικονομίες, αν και πάντα υπάρχει ο κίνδυνος ανοδικών πιέσεων καθώς το φαινόμενο δείχνει να εξελίσσεται σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Ποιες οικονομίες κινδυνεύουν, λοιπόν, περισσότερο από τον πληθωρισμό και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στις αγορές;
Μία κεντρική αντίληψη είναι ότι τα νομίσματα των οικονομιών στις οποίες ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλός για περισσότερο, θα υποτιμηθούν. Όσο μεγαλύτερη η ένταση και η διάρκεια του φαινομένου, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η υποτίμηση. Μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών αυτές που «κινδυνεύουν» περισσότερο είναι οι ΗΠΑ, η Μ. Βρετανία, ο Καναδάς και η Αυστραλία, ενώ διαφορετική θα είναι η κατάσταση για ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης και της Ασίας.
Μεγαλύτερο αναμένεται να είναι το πρόβλημα στις αναδυόμενες αγορές και κυρίως σε αυτές που ήδη παλεύουν με υψηλό πληθωρισμό, όπως είναι η Αργεντινή και η Τουρκία. Ιδιαίτερα για την Τουρκία, οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις των αναλυτών αναφέρουν ότι ο πληθωρισμός θα ενισχυθεί περαιτέρω τον Σεπτέμβριο στο 19,7%, ασκώντας ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις στην τουρκική λίρα, η οποία γράφει διαδοχικά ιστορικά χαμηλά μετά την απόφαση της κεντρικής τράπεζας της χώρας να μειώσει τα επιτόκια. Πολλοί αναλυτές πλέον βλέπουν την τουρκική λίρα να υποχωρεί ακόμη και στις 10,5 λίρες/δολάριο μέσα στο 2022.
Επίσης, τα νομίσματα της Βραζιλίας, της Κολομβίας, της Νότιας Αφρικής, της Ινδονησίας και των Φιλιππίνων εκτιμάται ότι θα υποτιμηθούν εξαιτίας του αυξημένου πληθωρισμού.
Η πορεία των οικονομιών θα εξαρτηθεί από τις αποφάσεις που θα λάβουν οι κεντρικές τράπεζες. Οι περισσότερες οικονομίες έχουν ήδη αποφασίσει να αφήσουν τον πληθωρισμό να ξεπεράσει για κάποιο διάστημα τον στόχο που θέτει η κεντρική τράπεζα, έτσι ώστε να μην μπουν εμπόδια στην ανάκαμψη. Επομένως, ακόμη και η Fed που έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θα προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων, ίσως και μέσα στο 2021, αναμένεται να κρατήσει τα πραγματικά επιτόκια πολύ χαμηλά.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι εξελίξεις επηρεάζουν και την παγκόσμια οικονομία και τις αγορές, οι προβλέψεις θέλουν τον πληθωρισμό την επόμενη δεκαετία να είναι υψηλότερος από την προηγούμενη δεκαετία. Όμως αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι αγορές θα «γονατίσουν», όπως συνέβη σε παλαιότερες περιόδους υψηλού πληθωρισμού.
Σε γενικές γραμμές, οι αναλύσεις των ειδικών δείχνουν ότι ο υψηλός πληθωρισμός στις ΗΠΑ είναι «κακά μαντάτα» για τις αγορές. Το πόσο κακή θα είναι η επίδοση των αγορών, ωστόσο, εξαρτάται από τους λόγους που οδήγησαν στην αύξηση και από την αντίδραση της Fed.
Στις τέσσερις περιόδους υψηλού πληθωρισμού που καταγράφηκαν στις ΗΠΑ τα τελευταία 60 χρόνια, τα assets υψηλότερου ρίσκου δεν υπεραπόδωσαν των πιο «ασφαλών» assets. Οι πραγματικές αποδόσεις (απόδοση μείον πληθωρισμός) των μετοχών και των ομολόγων ήταν αρνητικές και χαμηλότερες από τη μακροπρόθεσμη τάση. Επίσης, οι πραγματικές μεταβολές των τιμών στα βιομηχανικά μέταλλα ήταν κοντά στο μηδέν και στο μέσο όρο τους. Τέλος, οι πραγματικές μεταβολές των τιμών στο πετρέλαιο και τον χρυσό ήταν θετικές και πάνω από το μέσο όρο τους.
Όσο για το μέλλον, όλα θα εξαρτηθούν από το πόσο θα πλήξουν την ανάπτυξη οι αυξημένες τιμές. Γιατί αν η άνοδος των επιτοκίων είναι σταδιακή και η ανάπτυξη δεν διαψεύσει τις προσδοκίες, τότε οι μετοχές μπορούν να φέρουν κέρδη τα επόμενα χρόνια και κυρίως οι μετοχές εκτός ΗΠΑ, όπου οι αποτιμήσεις ξεκινούν από χαμηλότερη βάση. Αν, τέλος, ο πληθωρισμός κινηθεί πάνω από το 5%, τότε οι αναλυτές εκτιμούν ότι αρχίζουν τα σοβαρά προβλήματα για τις αγορές.