Την επόμενη τετραετία, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα θα «τρέξει» με ένα ρυθμό της τάξεως του 2-3% με βάση και τις προβλέψεις που θα αποτυπωθούν και στον πολυετή προϋπολογισμό. Το στοίχημα, επομένως, για τα νοικοκυριά είναι να εξασφαλίσουν ταχύτερη αύξηση του εισοδήματός τους (αυτό που λέμε πραγματική αύξηση) και να βελτιώσουν την αγοραστική τους δύναμη.
Δεν θα είναι εύκολο ούτε «αυτόματο» για όλους. Όποιος αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, μπορεί να προσβλέπει σε πραγματική αύξηση εισοδήματος, καθώς τα 950 ευρώ που έχουν μπει ως στόχος, αν αποφορολογηθούν, βγάζουν πραγματική αύξηση σχεδόν διπλάσια από τον εκτιμώμενο πληθωρισμό, ο οποίος στο τέλος της 4ετίας που τώρα ξεκινά, θα έχει ανεβάσει τις τιμές αθροιστικά κατά περίπου 8-9%. Για τον δικαιούχο του κατώτατου μισθού - ο οποίος σημειωτέον είναι και ο χαμηλότερα αμειβόμενος - υπάρχει και η προοπτική της έξτρα αύξησης κατά 10% λόγω της συμπλήρωσης της 3ετίας.
Αν, λοιπόν, κάποιος εργάζεται σήμερα με τα 830 ευρώ μεικτά ή τα 706 ευρώ καθαρά, έχει σοβαρές πιθανότητες, μένοντας στην ίδια θέση μέχρι και το 2027 να ανεβάσει τα καθαρά του στα 850 ευρώ δηλαδή κατά 20%. Αυτό το ποσοστό θα είναι σίγουρα πάνω από τον πληθωρισμό 4ετίας εκτός και αν βιώσουμε νέα πληθωριστική κρίση κάτι που προς το παρόν δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Για τους υπόλοιπους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, όλα θα εξαρτηθούν από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Η πολυετής οικονομική κρίση άφησε πίσω της ακόμη μια κακή επίδοση: Έχουμε από τα χαμηλότερα ποσοστά κάλυψης των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα από μια επιχειρησιακή ή κλαδική σύμβαση, με την αναλογία να είναι περίπου στο 30-35%. Αυτό σημαίνει ότι για τους περισσότερους, οι αυξήσεις δεν δίδονται αυτόματα.
Πάμε και στα νοικοκυριά των συνταξιούχων ή των εργαζομένων στο δημόσιο. Εκεί, η εισοδηματική πολιτική που έχει ανακοινωθεί για την τετραετία, δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας, καθώς οι δρομολογημένες αυξήσεις και για τους συνταξιούχους και για τους εργαζόμενους στο δημόσιο θα είναι χαμηλότερες του πληθωρισμού.
Πώς θα μπορούσε να προκύψει κάτι διαφορετικό άλλωστε όταν η αύξηση του συνταξιούχου δίνεται στην κύρια σύνταξη και όχι σε όλο το ποσό ή όταν ο δημόσιος υπάλληλος θα πάρει ένα οριζόντιο ποσό της τάξεως των 20-40 ευρώ ετησίως για την επόμενη τετραετία; Και πρέπει να συνυπολογιστεί και ο παράγοντας των κρατήσεων για την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων (η οποία θα ροκανίζει την πραγματική αύξηση ακόμη και μετά τη διόρθωση που δρομολογείται) ή για την παρακράτηση φόρου, η οποία θα γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη λόγω της μη τιμαριθμικής αναπροσαρμογής της φορολογικής κλίμακας.
Η πραγματική αύξηση του εισοδήματος – σε επίπεδο κοινωνίας και όχι ατομικά για το κάθε νοικοκυριό - θα έρθει και πρέπει να έρθει από την αύξηση της απασχόλησης. Αν ένα από τα μέλη του νοικοκυριού, που σήμερα δεν εργάζεται βρει δουλειά, η διαφορά θα είναι κάτι περισσότερο από ορατή και η αντιμετώπιση του προβλήματος της ακρίβειας ευκολότερη. Είναι λοιπόν ουσιαστικό το να κερδηθεί το στοίχημα, όχι τόσο της μείωσης της ανεργίας (σ.σ η Ελλάδα παραδοσιακά εμφανίζει έναν σκληρό πυρήνα ανεργίας της τάξεως του 8%), όσο της αύξησης της απασχόλησης μέσα από την προσέλκυση στο εργατικό δυναμικό ανθρώπων που σήμερα κατατάσσονται στους οικονομικά μη ενεργούς.